ΈΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΉ Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ ...
Ζεί μέσα στην καρδιά μας , πάντα !
-----------------------------------------------------------------------------------
Το φινάλε του Στέλιου Καζαντζίδη στα 70
Έπειτα από 161 οδυνηρά μερόνυχτα πάλης με τον καρκίνο, ο Στέλιος Καζαντζίδης υπέκυψε χθες(14-9-01) στις 10.53 το πρωί, στο 918 δωμάτιο του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών.
Στο προσκέφαλό του εκείνη τη στιγμή ήταν οι γιατροί Δούκας και Χρήστου, η σύζυγός του Βάσω, ο αδελφός του Στάθης (που έπαθε σοκ), η νύφη του Γιάννα, η φίλη του Βούλα Καταμπά, η αδελφή της Βάσως, Γεωργία, ο παλιός του φίλος Σάββας Σαββίδης, ο Κώστας Καταμπάς και ο Θοδωρής, που έμενε μερόνυχτα άγρυπνος έξω από την πόρτα του δωματίου.
Ο Καζαντζίδης μπήκε στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών στις 6 Απριλίου όταν είχε διαπιστωθεί ότι ήδη ο καρκίνος τον είχε καταβάλει. Λίγες μέρες αργότερα μεταφέρθηκε στο Όφενμπαχ της Γερμανίας για ραδιοθεραπεία και περί τα μέσα Μαΐου, όταν επέστρεψε, έμεινε στο σπίτι του. Στο Ιατρικό Κέντρο μεταφέρθηκε στις 4 Ιουνίου. Τον περίμεναν άσχημες μέρες και νύχτες.
Η σορός του Καζαντζίδη βρίσκεται για προσκύνημα από χθες στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Ελευσίνας όπου σήμερα στις 5 μ.μ. θα ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία. Η ταφή θα γίνει στο Νεκροταφείο της Ελευσίνας, πλάι στον τάφο της μητέρας του Γεθσημανής, όπως το επιθυμούσε ο ίδιος.
Από παιδί στο τραγούδι
Η παρουσία του Στέλιου Καζαντζίδη, από τα 18 του χρόνια, στον χώρο του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού, συνδέεται άμεσα με τα γεγονότα και προβλήματα ενός λαού που αγωνιζόταν να στηριχθεί στα πόδια του ύστερα από τον σκληρό αγώνα κατά της χιτλεροφασιστικής κατοχής και την μπόρα του εμφυλίου πολέμου.
Παιδί που έζησε όλες αυτές τις εμπειρίες ο Στέλιος, ζυμωμένος με το λαϊκό στοιχείο, με όπλο την ουράνια φωνή του, βγήκε με την κιθάρα του να τραγουδήσει τα βάσανα και τους καημούς της φτωχογειτονιάς, που ήταν και δικά του βάσανα.
Ορφάνεψε πολύ μικρός από πατέρα.
Οι δυσκολίες της ζωής τον έφεραν αντιμέτωπο με τη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα. Κουβαλούσε βαλίτσες από την Ομόνοια σε σταθμούς λεωφορείων και τρένων.
Πουλούσε νερό με τον μαστραπά και το κύπελλο, στην κεντρική αγορά της Αθήνας.
Τις νύχτες κοιμόταν στα παγκάκια της Ομόνοιας για να μην ξοδέψει το χαρτζιλίκι που μάζευε και να το πάει τα Σαββατοκύριακα στη μάνα του στη Νέα Ιωνία, για να αγοράσουν γάλα για τον μικρότερο αδελφό του.
Αργότερα, ο Στέλιος έκανε ακόμη πιο σκληρές δουλειές.
Κουβάλησε τόνους ολόκληρους ασβέστη και τσιμέντο με το πηλοφόρι στις οικοδομές της Ιωνίας και της Φιλαδέλφειας.
Ο Γολγοθάς που σφράγισε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Καζαντζίδη τελείωσε στο υφαντουργείο «Έσπερος» στον Περισσό, όπου άλλαξε πορεία και μπήκε στο λαϊκό τραγούδι.
Στην αρχή στο λαϊκό πάλκο και λίγο μετά στο στούντιο.
Αλλά και στην καινούργια του δουλειά τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Πέρασε δύσκολες στιγμές. Ένας διαρκής, υποχθόνιος αλλά και φανερός πόλεμος από «φίλους» και αντίπαλους ανταγωνιστές.
Αδιάκοπη λατρεία
Ασπίδα του σ' αυτόν τον πολύχρονο πόλεμο, η παθολογική και αδιάκοπη λατρεία του κόσμου στο πρόσωπό του, μα κυρίως στο έργο του, με τα χίλια και πλέον λαϊκά τραγούδια του, τα οποία στην πλειοψηφία τους αποτελούν όπλο κατά της κοινωνικής αδικίας.
Λόγια απλά, λιτά, κατανοητά, που μπορεί να μην τα έγραψαν ποιητές, αλλά απλοί άνθρωποι, οι οποίοι βίωσαν δύσκολες εποχές και σκληρά γεγονότα. Είναι οι λαϊκοί στιχουργοί που μίλησαν με τη φωνή του Καζαντζίδη και τις μελωδίες των λαϊκών συνθετών, στις ευαίσθητες ψυχές των απλών Ελλήνων. Αυτά τα τραγούδια που είπε ο Καζαντζίδης μπορεί να μην έχουν μεγάλους οραματισμούς.
Κρύβουν όμως μια δυναμική με άμεσους προβληματισμούς.
Οι πέντε τελευταίες δεκαετίες που πέρασαν είναι στενά δεμένες με τη φωνή και τα τραγούδια του Καζαντζίδη. Αυτού του μοναδικού καλλιτέχνη, ο οποίος συνειδητά υπηρέτησε το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι. Μέσα από αυτές τις δεκαετίες περνούν σαν κινηματογραφικό φιλμ, σαν θρίλερ ακόμη, στιγμές που σημάδεψαν την πολυτάραχη ζωή και πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη αλλά και τη δική μας ζωή, με αλληλουχία γεγονότων.
Η μεγάλη αρχή από το 1950. Η νεανική φωνή του Στέλιου «σπάει» τα τζάμια των λουτρών του «Έσπερου» και απλώνεται στη Νέα Ιωνία. Ο Μάνθος (ο Βενέτης), υπάλληλος της αεροπορίας, τον «απήγαγε» από το φτωχόσπιτο της οδού Αλαείας και τον εγκατέστησε ως βασικό τραγουδιστή στην ταβέρνα του Βουτσά στην Καλογρέζα. Πρώτη επαγγελματική εμφάνιση για τον Στέλιο, στου Μπόκαρη στην Κηφισιά, το 1950.
Πρώτος δίσκος τον Ιούνιο του 1952 με το τραγούδι του Καλδάρα «Για μπάνιο πας» και πρώτη απογοήτευση. Ο δίσκος δεν πούλησε.
Δεύτερο τραγούδι «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία. Από εκεί και πέρα σερί επιτυχιών και συνεχής άνοδος με εμφανίσεις σε γνωστά πλέον λαϊκά κέντρα «Θείος», «Μπερτζελέτος», «Ροσινιόλ». Γνωριμία, αρραβώνας και συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής το «Απόψε φίλα με» του Χιώτη.
Το είπε με την Γκρέυ. Μετά χώρισαν.
Η επόμενη 8ετία (1957-1965) είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Γνώρισε την Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη. Έσμιξαν στο τραγούδι και στη ζωή. Ταίριαξαν οι φωνές και οι καρδιές τους.
Συνεργάστηκαν και έκαναν επιτυχίες με τους κορυφαίους συνθέτες του λαϊκού και του έντεχνου τραγουδιού.
Η οκταετία 1957-1965 έφερε τον Στέλιο Καζαντζίδη στο απόγειο της δόξας και του μεγαλείου του. Στα λαϊκά κέντρα όπου εμφανιζόταν και τραγουδούσε για ολόκληρες σεζόν, όλα σχεδόν τα τραπέζια ήταν ρεζερβέ, ενώ ουρές από εκατοντάδες άτομα σχηματίζονταν τις νύχτες στις εισόδους των μαγαζιών. Στο θερινό κέντρο του «Κουλουριώτη», στην παραλία Μοσχάτου, οι θαυμαστές του Στέλιου σκαρφάλωναν στους τοίχους ώρες ολόκληρες και έβλεπαν όλο το πρόγραμμα την ώρα που τραγουδούσαν ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα και οι συνεργάτες τους.
Μέσα από αφηγήσεις φίλων του (επωνύμων ή όχι) και από μαρτυρίες παλιών λαϊκών δημιουργών (που δεν ζουν πια, όπως π.χ. ο Γιάννης Παπαϊωάννου) κάποιοι «νονοί της νύχτας», στις αρχές της δεκαετίας του 1960, απείλησαν ανοιχτά και σοβαρά τη ζωή του Καζαντζίδη, ο οποίος, λόγω χαρακτήρα, είχε πλέον αντιληφθεί και έλεγε ότι η νύχτα δεν του πάει καθόλου και σε πολύ νέα ηλικία έπρεπε να εγκαταλείψει αυτά τα κέντρα, πράγμα που έκανε το 1965. Και αυτή την απόφασή του ο Στέλιος τη χαρακτήρισε στάση ζωής.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα παντρεύονται τον Μάιο του 1964 και χωρίζουν το 1966. Στα τέλη του 1965 ο Καζαντζίδης εγκαταλείπει για πάντα τις δημόσιες εμφανίσεις στις 30 Δεκεμβρίου του 1965, όταν εμφανιζόταν στο κέντρο «Φαληρικόν», Ηπείρου και Αχαρνών.
Ο Στέλιος επέμεινε σ' αυτήν την απόφασή του, παρά τις δελεαστικές προτάσεις που του γίνονταν συνεχώς επί 32 χρόνια. Δέκα χρόνια μετά την οριστική αποχώρησή του από τα κέντρα και τη νύχτα, νέες συμπληγάδες ορθώνονται από κυκλώματα για τον Στέλιο Καζαντζίδη, που επικοινωνεί πλέον με το κοινό μόνο με δίσκους.
Αλλά και αυτή η επικοινωνία καταργείται.
Δεν κυκλοφορεί δίσκους για δώδεκα χρόνια. Και μάλιστα, σε μία περίοδο που ο Καζαντζίδης ήταν στην πιο ώριμη στιγμή της μεγάλης πορείας του στο λαϊκό τραγούδι.
Το 1987 ο Στέλιος ξανατραγούδησε. Άρχισε να ηχογραφεί δίσκους. Από τότε τραγουδούσε μόνο στο στούντιο. Η φωνή του, όσο περνούσαν τα χρόνια, ήταν πιο καθαρή, πιο δυνατή.
Ο γύρος του κόσμου
Η είδηση του θανάτου του Στέλιου Καζαντζίδη έκανε τον γύρο του κόσμου μέσω των δύο μεγάλων ειδησεογραφικών πρακτορείων, Ρώυτερ και Ασοσιέιτεντ Πρες.
Τα δύο πρακτορεία περιέγραψαν κύριες στιγμές της ζωής του Στέλιου Καζαντζίδη και στάθηκαν ιδιαίτερα στον χαρακτήρα των τραγουδιών του.
ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ
1959: Η κυρία δήμαρχος
1961: Μάνα μου παραστράτησα
1962: Κλάψε φτωχή μου καρδιά. (Φεύγω με πίκρα στα ξένα)
1965: Η προδομένη
1965: Δεν μπορούν να μας χωρίσουν
1965: Η τιμωρία. (Να φύγω - να φύγω)
1965: Οι καταφρονεμένοι
1965: Αφήστε με να ζήσω
1965: Οι αδίστακτοι. (Ποιος δρόμος)
1966: Η αχάριστη
1967: Η ώρα της δικαιοσύνης
1967: Τα ψίχουλα του κόσμου
1967: Ο γεροντοκόρος
1967: Σαπίλα και αριστοκρατία
1968: Άδικη κατάρα
1968: Ο Γίγας της Κυψέλης
1968: Οι άνδρες δεν λυγίζουν ποτέ
1970: Φουκαράδες και λεφτάδες
38 ολόκληρα χρόνια κοντά στον Στέλιο
Μια ολόκληρη ζωή πέρασα κοντά στον Στέλιο Καζαντζίδη. Έζησα και κατέγραψα δόξες, μεγαλεία, εντάσεις, πίκρες, βάσανα και κυρίως... τραγούδια. Γιατί είναι εντελώς διαφορετικό ν' ακούς τη φωνή του Καζαντζίδη από τον βακελίτη ή το βινύλιο κι άλλο πράγμα να τον απολαμβάνεις να τραγουδά με κιθάρα στη συντροφιά του, με μπουζούκι μέσα στο αυτοκίνητό του ύστερα από κρασοκατάνυξη ή να τραγουδά χωρίς όργανα, μέσα στη βάρκα του, στο ψάρεμα κάποιο θολό ηλιοβασίλεμα, στον Άγιο Κωνσταντίνο, ανοιχτά του Βόρειου Ευβοϊκού. Να τραγουδά και ο βοριάς να παίρνει αυτή τη θεϊκή φωνή και να την ανεβάζει στον ουρανό: «Απ' τα πέρατα του κόσμου και ως την άκρια της γης, φτάνει ο πόνος ο δικός μου, που δεν ένιωσε κανείς».
Μέρες και νύχτες κοντά στον Στέλιο Καζαντζίδη, από τον Ιούλιο του 1963 μέχρι σήμερα, τις τελευταίες του στιγμές. Κάπου 38 ολόκληρα χρόνια. Μέσα απ' αυτή τη γνωριμία, τη μακρά και αδιάσειστη φιλία και από μια διακριτική (από πλευράς μου) συμπεριφορά βγήκαν 56 (!) συνεντεύξεις και κάποιες δεκάδες κασέτες, μέσα από τις οποίες ζωντανεύουν οι πιο δυνατές έως συγκλονιστικές στιγμές του Καζαντζίδη για την πολυτάραχη ζωή του και για το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, για το οποίο θα λέγαμε ότι γεννήθηκε μαζί του (όταν πρωτοβγήκε στη μουσική σκηνή το 1951), και πέθανε μαζί του σήμερα, πενήντα χρόνια μετά (2001).
Ο απλός λόγος του Στέλιου Καζαντζίδη ήταν αυτό που συγκινούσε στις αφηγήσεις του, που κατά καιρούς κατέγραφα σ' αυτά τα 38 χρόνια κι άλλοτε μετέφερα σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνα.
Και αναμφισβήτητα μέσα απ' αυτά τα απλά λόγια αναδύονται τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή και την πορεία του ως τραγουδιστή αλλά και ως μουσικού, δηλαδή έτσι όπως τον άκουσε αλλά και τον ένιωσε, τον έζησε ένας λαός ή καλύτερα «ένας δικός του κόσμος», που μέσα απ' αυτά τα τραγούδια τον λάτρεψε και θα τον λατρεύει αιωνίως.
Τα πρώτα χρόνια του Στέλιου Καζαντζίδη στη ζωή και στο τραγούδι ήταν σκληρά και δύσκολα:
Τα τραγούδια της μητέρας
«Η μητέρα μου είχε πολύ όμορφη φωνή. Στις καλές της στιγμές, μ' έπαιρνε στα γόνατά της και μου τραγουδούσε. Μου τραγουδούσε τα νοσταλγικά μακρόσυρτα τραγούδια της πατρίδας της, της Μικρασίας... Και καθώς τ' αγαπούσα όλα της μητέρας μου, αγάπησα και το τραγούδι που ήταν νανούρισμα, ήταν χάδι, ήταν η έκφραση της χαράς ή του πόνου, στους δικούς μου... Μάθαινα τα τραγούδια και τα τραγουδούσα... Η φωνή μου άρεσε στους δικούς μου, όπως άρεσε στους ξένους που μ' άκουγαν. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου, όταν γύριζε από τη δουλειά του, αφού πλενόταν, καθότανε στο μπαλκόνι να ξεκουραστεί, με τον καφέ ή το ούζο δίπλα του.
Έλα Στελάκι, αγόρι μου, μου φώναζε, έλα να μου πεις κανένα τραγούδι ν' ανοίξει η ψυχή μου!
Κι εγώ, όπου κι αν βρισκόμουν έτρεχα κοντά του. Ποτέ δεν αρνήθηκα να τραγουδήσω για τον πατέρα μου. Ήταν οι πιο γλυκές στιγμές της οικογενειακής μας ζωής. Αξέχαστες. Εγώ τραγουδούσα, ο πατέρας μου ρουφούσε το τσιγαράκι του χαμογελαστός κι η μάνα μου από την κουζίνα ετοίμαζε το φαγητό και συνόδευε σιγανά το δικό μου τραγούδι...
Εκείνη καμάρωνε τη φωνή μου κι εγώ θαύμαζα τη δικιά της...
Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής, κι ήτανε πόλεμος, κι ήτανε Κατοχή...».
Και μετά την Κατοχή και την απελευθέρωση άρχισαν τα πολύ δύσκολα, που συνέπεσαν με το πέρασμα του Καζαντζίδη από την εφηβεία (κάτω από τις χειρότερες συνθήκες διαβίωσης) στο πάλκο του λαϊκού τραγουδιού. Στιγμές άσχημες, γεμάτες αγωνίες, βάσανα, πόνο, δάκρυα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, οικοδόμου Χαράλαμπου Καζαντζίδη, έκανε ό,τι δουλειά του έδινε κάποιο χαρτζιλίκι, για να το πάει στη μάνα του και να μεγαλώσουν τον μικρότερο αδελφό του, Στάθη. Στο υφαντουργείο «Έσπερος» στον Περισσό όπου δούλευε, στα διαλείμματα τραγουδούσε. Και η φωνή του διαπερνούσε από τότε τις μεγάλες αίθουσες και τους διαδρόμους του εργοστασίου. Ένα απόγευμα τον περίμενε μια έκπληξη, που αποτέλεσε την αφετηρία της καριέρας του. Τον κάλεσε ξαφνικά ο διευθυντής του «Έσπερου».
«Θα σου χαρίσω μια κιθάρα»
Ο Στέλιος Καζαντζίδης δίνει πολύ παραστατικά αυτή τη συνάντηση και τη συνομιλία που είχε μαζί του:
«Σαστισμένος από την καλωσυνάτη υποδοχή, κάθησα και περίμενα ν' ακούσω τι θα έβγαινε από το χαμόγελο του αφεντικού.
Λοιπόν, μου λέει, εσύ ήσουν που τραγουδούσες πριν λίγο, στα ντους;
Εγώ... Μήπως, δεν έπρεπε;
Τ' αφεντικό με κοίταζε πάντα με χαμόγελο.
Πώς το είπαμε τ' όνομά σου; ρώτησε.
Καζαντζίδης Στυλιανός.
Είσαι καιρό εδώ;
Ναι... δυο χρόνια κοντά... Βοηθός μηχανικού.
Κούνησε το κεφάλι του.
Βοηθός μηχανικού, ε; Και δεν σκέφθηκες να κάνης τίποτε άλλο στη ζωή σου;
Δηλαδή, τι άλλο; δεν καταλαβαίνω... Χαμογέλασα για να μη φανεί ο εκνευρισμός μου.
Εκείνος ήταν φανερό πως διασκέδαζε με το χαμένο μου ύφος, και συνέχισε:
Να... Να γίνεις τραγουδιστής! Άκουσέ με. Είμαι άνθρωπος που καταλαβαίνω από τραγούδι και θα σου πω κάτι που θέλω να το προσέξεις. Έχεις εξαιρετική φωνή, Στέλιο, και σε συμβουλεύω να σπουδάσης τραγούδι. Σ' άκουσα και για σένα κατέβηκα. Γυρίζω όλα τα κέντρα, ακούω πολλές φωνές, γιατί μ' αρέσει το τραγούδι, και σου λέω ότι φωνή σαν την δικιά σου είναι σπάνια! Λοιπόν, άκουσε τη συμβουλή μου, μην αφήνεις το χάρισμα αυτό να πάει χαμένο. Σπούδασε τραγούδι!
Καζαντζίδη, άκουσέ με. Μια μέρα όλη η Ελλάδα θα μιλά για σένα, για τη φωνή σου.
Αύριο θα σου χαρίσω μια κιθάρα !!.
ΤΑ ΝΕΑ , 15-09-2001