
της Ευ.Χριστιανούδη
Ένα από τα σενάρια ,που επανέρχονται πεισματικά στην επιφάνεια σχετικά με το θάνατο του Καραϊσκάκη αναφέρεται στο ρόλο που έπαιξε το Λονδίνο στα τελευταία χρόνια της Ελληνικής επανάστασης.
Ακόμη και ιστορικοί που απορρίπτουν κατηγορηματικά τις εικασίες του Φωτιάδη για σχέδιο δολοφονίας του έλληνα Ήρωα από τους Κόχραν και Τσωρτς, συμφωνούν ότι η στρατηγική που του πρότειναν στη μάχη του Φαλήρου ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.
Για τη συγκεκριμένη μάχη στο Φάληρο όμως είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα.Πίστευε ότι οι δυο Βρετανοί αξιωματικοί, που είχαν οριστεί αρχηγοί όλων των δυνάμεων της Αττικής - ο Τσωρτς για τον στρατό ξηράς και ο Κόχραν για το ναυτικό – τον οδηγούσαν σε βέβαιη σφαγή. Αυτοί ήθελαν ολομέτωπη σύγκρουση τακτικού στρατού, όπως τους είχαν μάθει στις στρατιωτικές ακαδημίες της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Αυτός, όπως εξηγούσε και ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς «ήθελε να εφαρμόσει την δοκιμασμένη παρτιζάνικη τακτική της παρενόχλησης του εχθρού».
Τελικά δεν έζησε μέχρι την ημέρα της μάχης για να δει την πανωλεθρία των ελληνικών δυνάμεων.
Γιατί όμως ο Καραϊσκάκης, ο οποίος είχε οριστεί αρχιστράτηγος της Στερεάς Ελλάδας με τη σύμφωνη γνώμη ακόμη και ορκισμένων εχθρών του όπως ο Ζαϊμης, υποτάχθηκε στις εντολές των Βρετανών;
Στο βιβλίο του «Ο Θάνατος του Καραϊσκάκη» ο δημοσιογράφος Δημήτρης Σταμέλος αναφέρεται μεταξύ άλλων στις σχέσεις υποτέλειας που είχαν δημιουργήσει στην επαναστατημένη Ελλάδα τα δυο δάνεια που τις υποσχέθηκε το Λονδίνο.
«Το πρώτο δάνειο» όπως σημείωνε και ο μεγάλος ερευνητής Κυριάκος Σιμόπουλος «τοκογλυφικό και ανήθικο ως συμφωνία, κατασπαταλήθηκε στον εμφύλιο […] Το δεύτερο χάθηκε στις κερδοσκοπικές παραγγελίες φρεγατών που δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα».
Ξένα δάνεια, περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, κερδοσκοπία και… φρεγάτες. Οι λέξεις μοιάζουν βγαλμένες από δημοσιεύματα εφημερίδων των τελευταίων ημερών και όχι από ιστορικά κείμενα για το μακρινό 1821.
Κι’ όμως οι περισσότεροι ιστορικοί και ακαδημαϊκοί με τους οποίους μιλήσαμε όλες αυτές τις εβδομάδες μας προειδοποίησαν να μην καταφύγουμε σε εύκολους και απλοϊκούς παραλληλισμούς.
«Κάποιοι είναι έτοιμοι να συνδέσουν το ’21 και το ρόλο των μεγάλων δυνάμεων με το spread δανεισμού και τη Γερμανία» μου είπε γνωστός ακαδημαϊκός που προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία του.
Ίσως γιατί όπως μας εξήγησε και ο Διονύσης Τζάκης «τα γεγονότα οφείλουμε να τα προσεγγίζουμε μέσα στη δική τους ιστορική συνάφεια».
Ο ίδιος έσπευσε μάλιστα να μας δώσει και ένα ακόμη παράδειγμα:
«Αναρωτιέμαι» είπε «πώς μπορεί να επαναληφθεί σήμερα η «δίκη των έξ» με όρους διαφορετικούς από εκείνους που περιέγραψε ο Μαρξ για την επανάληψη της ιστορίας: ως φάρσα».
Στις 22 Απριλίου του 1827 μια σφαίρα τον πέτυχε στη βουβωνική χώρα ενώ προσπαθούσε να ελέγξει μια ασήμαντη συμπλοκή με τις τουρκικές δυνάμεις, λίγες ώρες πριν από την προγραμματισμένη μεγάλη επίθεση.
Ποιος τράβηξε όμως τη σκανδάλη αφαιρώντας τη ζωή του αρβανίτη αρχιστράτηγου;
Από τις πρώτες ώρες του θανάτου του, κυκλοφόρησε έντονη φημολογία ότι ο δράστης ήταν Έλληνας και τον πυροβόλησε πισώπλατα.
Ο Γιάννης Βλοχογιάννης, ο ιστοριοδίφης που επιμελήθηκε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, υποστηρίζει ότι τον πυροβόλησαν πληρωμένοι μπράβοι του Μαυροκορδάτου. Την ίδια θεωρία φαίνεται να ασπάζεται και ο Δημ. Φωτιάδης ο οποίος όμως εκτός από τον Μαυροκορδάτο βλέπει σαν ηθικούς αυτουργούς δυο Βρετανούς αξιωματικούς. Γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του με τίτλο Καραϊσκάκης: «Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς μέσα στις λίγες ημέρες που βρίσκονταν στον Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη να αντιταχθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης.
Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απελευθερωτικού κινήματος του Μοριά, για να 'χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργούνταν κάτω από τον έλεγχό της. […].
Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικιάς δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος».
Σύμφωνα μάλιστα με τον αγωνιστή Νικόλαο Κασομούλη ο ίδιος ο Καραϊσκάκης λίγες ώρες πριν πεθάνει άφησε να εννοηθεί ότι γνωρίζει τους δράστες. Δίνοντας μάλιστα ένα από τα γνωστά ρεσιτάλ βωμολοχίας είπε στους συναγωνιστές του:
«Γνωρίζω τον αίτιον, και αν ζήσω παίρνομεν όλοι το χάκι (εκδίκηση), ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσει τον π***** και αυτός».
Γιατί όμως ο Καραϊσκάκης, ο οποίος είχε οριστεί αρχιστράτηγος της Στερεάς Ελλάδας με τη σύμφωνη γνώμη ακόμη και ορκισμένων εχθρών του όπως ο Ζαϊμης, υποτάχθηκε στις εντολές των Βρετανών;
Στο βιβλίο του «Ο Θάνατος του Καραϊσκάκη» ο δημοσιογράφος Δημήτρης Σταμέλος αναφέρεται μεταξύ άλλων στις σχέσεις υποτέλειας που είχαν δημιουργήσει στην επαναστατημένη Ελλάδα τα δυο δάνεια που τις υποσχέθηκε το Λονδίνο.
«Το πρώτο δάνειο» όπως σημείωνε και ο μεγάλος ερευνητής Κυριάκος Σιμόπουλος «τοκογλυφικό και ανήθικο ως συμφωνία, κατασπαταλήθηκε στον εμφύλιο […] Το δεύτερο χάθηκε στις κερδοσκοπικές παραγγελίες φρεγατών που δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα».
Ξένα δάνεια, περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, κερδοσκοπία και… φρεγάτες. Οι λέξεις μοιάζουν βγαλμένες από δημοσιεύματα εφημερίδων των τελευταίων ημερών και όχι από ιστορικά κείμενα για το μακρινό 1821.
Κι’ όμως οι περισσότεροι ιστορικοί και ακαδημαϊκοί με τους οποίους μιλήσαμε όλες αυτές τις εβδομάδες μας προειδοποίησαν να μην καταφύγουμε σε εύκολους και απλοϊκούς παραλληλισμούς.
«Κάποιοι είναι έτοιμοι να συνδέσουν το ’21 και το ρόλο των μεγάλων δυνάμεων με το spread δανεισμού και τη Γερμανία» μου είπε γνωστός ακαδημαϊκός που προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία του.
Ίσως γιατί όπως μας εξήγησε και ο Διονύσης Τζάκης «τα γεγονότα οφείλουμε να τα προσεγγίζουμε μέσα στη δική τους ιστορική συνάφεια».
Ο ίδιος έσπευσε μάλιστα να μας δώσει και ένα ακόμη παράδειγμα:
«Αναρωτιέμαι» είπε «πώς μπορεί να επαναληφθεί σήμερα η «δίκη των έξ» με όρους διαφορετικούς από εκείνους που περιέγραψε ο Μαρξ για την επανάληψη της ιστορίας: ως φάρσα».
Στις 22 Απριλίου του 1827 μια σφαίρα τον πέτυχε στη βουβωνική χώρα ενώ προσπαθούσε να ελέγξει μια ασήμαντη συμπλοκή με τις τουρκικές δυνάμεις, λίγες ώρες πριν από την προγραμματισμένη μεγάλη επίθεση.
Ποιος τράβηξε όμως τη σκανδάλη αφαιρώντας τη ζωή του αρβανίτη αρχιστράτηγου;
Από τις πρώτες ώρες του θανάτου του, κυκλοφόρησε έντονη φημολογία ότι ο δράστης ήταν Έλληνας και τον πυροβόλησε πισώπλατα.
Ο Γιάννης Βλοχογιάννης, ο ιστοριοδίφης που επιμελήθηκε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, υποστηρίζει ότι τον πυροβόλησαν πληρωμένοι μπράβοι του Μαυροκορδάτου. Την ίδια θεωρία φαίνεται να ασπάζεται και ο Δημ. Φωτιάδης ο οποίος όμως εκτός από τον Μαυροκορδάτο βλέπει σαν ηθικούς αυτουργούς δυο Βρετανούς αξιωματικούς. Γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του με τίτλο Καραϊσκάκης: «Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς μέσα στις λίγες ημέρες που βρίσκονταν στον Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη να αντιταχθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης.
Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απελευθερωτικού κινήματος του Μοριά, για να 'χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργούνταν κάτω από τον έλεγχό της. […].
Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικιάς δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος».
Σύμφωνα μάλιστα με τον αγωνιστή Νικόλαο Κασομούλη ο ίδιος ο Καραϊσκάκης λίγες ώρες πριν πεθάνει άφησε να εννοηθεί ότι γνωρίζει τους δράστες. Δίνοντας μάλιστα ένα από τα γνωστά ρεσιτάλ βωμολοχίας είπε στους συναγωνιστές του:
«Γνωρίζω τον αίτιον, και αν ζήσω παίρνομεν όλοι το χάκι (εκδίκηση), ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσει τον π***** και αυτός».