ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΜΑΣ!
To PEIRATIKO REPORTAZ ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ!
Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009
η καπετάνισσα ΔΑΝΑΗ μας συγκίνησε όλους, πόσο μάλλον τους ναυτικούς μας...
απο τις καπετάνισσες.
Το καράβι. Το AEGEAN WIND. Ετών 26. Μαύρο... Και σκουριασμένο... Φαγωμένο από την αρμύρα. Τόσα χρόνια μέσα στο νερό. Τι περιμένεις;
Δεν έφταιξε όμως αυτό. Το καράβι γλίτωσε. Ρυμουλκείται τώρα για Κουρασάο. Ολλανδικές Αντίλες.
Θα μπουν μέσα οι νηογνώμονες, οι αξιωματικοί του λιμενικού, οι αρχιμηχανικοί της εταιρείας.
Θα μπουν συνεργεία και θα αρχίσουν να το σουλουπώνουν από τη φωτιά. Θα του ξαναφτιάξουν τα μαυρισμένα σπλάχνα του ακομοδέσιου. Τους νεκρούς μόνο δε θα μπορέσει κανείς να ξαναφτιάξει.
Ο καπετάνιος και το πλήρωμα θα τρέχουν και δε θα φτάνουν με τόσους μέσα στα πόδια τους. Και να ανακρίσεις και καταθέσεις και χαρτιά και αναφορές. Άνθρωποι χάθηκαν. Εννέα άνθρωποι.
Θα ακολουθήσει δικαστήριο. Εννιά ζωές ήταν αυτές. Δεν καθαρίζεις μόνο με ανάκριση.
Θα καθίσουν στο σκαμνί. Ο καπετάνιος πρώτος. Πάντα ο καπετάνιος έχει την πρώτη ευθύνη.
Και μετά και οι υπόλοιποι. Όσους προβλέπει ο νόμος δηλαδή...
Ξεκινώντας από τον αξιωματικό φυλακής. Που συνήθως και καταλήγει στη φυλακή κάθε φορά που θα συμβεί ατύχημα... Τυχαία νομίζεις τον αποκαλούν αξιωματικό φυλακής;
Οι ασφαλιστικές και η εταιρεία στο μεταξύ θα δίνουν άλλο αγώνα. Ποιος θα πληρώσει τα καμένα. Και ποιος θα αποζημιώσει τους νεκρούς. Αποζημιώνεται ένας νεκρός;
Οι μανάδες θα φορέσουν μαύρα. Εννέα νεκροί. Εννέα μανάδες. Και δε θα τα ξαναβγάλουν. Οι μανάδες άπαξ δια παντός τα φοράνε τα μαύρα. Και μετά τα ντύνονται δεύτερο δέρμα.
Θα μαυροντυθούν και οι σύζυγοι. Λιγότερες από 9. Ήταν και παιδιά ανάμεσα στους νεκρούς. Δεν πρόλαβαν να αφήσουν πίσω τους χήρες. Ίσως κανένα κορίτσι. Κανείς δε θα μάθει για τα κορίτσια αυτά. Ποιος νοιάζεται για ένα ερωτευμένο κορίτσι τέτοιες ώρες;
Θα μείνουν πίσω και τα ορφανά. Θα κλάψουν, θα ξανακλάψουν, θα το πάρουν απόφαση. Δε θα ξαναδούν τον πατέρα. Μονάχα τη μάνα τους, μαύρη σκιά, θα βλέπουν από δω και στο εξής.Θα έρθουν μετά τα τηλεγραφήματα. Με τη βαθιά οδύνη και άλλα δακρύβρεκτα.
Θα έρθει και το φέρετρο. Σφραγισμένο. Τόσες μέρες νεκρός... τι να ανοίξεις και τι να δεις; Σφραγισμένο θα το κατεβάσουν και στο μνήμα.
Θα έρθουν οι συγγενείς. Θα κλάψουν και θα συλλυπηθούν. Με βαθιά οδύνη.
Οι μόνοι που δε θα ξανάρθουν είναι οι εννέα που χάθηκαν. Τρεις λευκοί. Έξι της κίτρινης φυλής. Όταν ζούσαν... Τώρα είναι όλοι ίδιοι. Ντυμένοι στο χρώμα του θανάτου.
Πώς είναι ένας νεκρός από φωτιά;
Και πώς είναι να πεθαίνεις από φωτιά;
Λένε πως πέθαναν από ασφυξία. Δεν κάηκαν. Πνίγηκαν στους καπνούς. Δεν τόλμησαν να τους διαβούν... Έμειναν εκεί και πέθαναν.
Ενοχλούν οι ερωτήσεις τα ευαίσθητα μάτια μας;
Δεν ενοχλούν οι σκηνές που θα παίζουν και θα ξαναπαίζουν στα μάτια των μανάδων; των πατεράδων; των συζύγων; των παιδιών; των αδερφών; των άγνωστων ερωτευμένων κοριτσιών;
Και των φίλων. Όλοι οι άνθρωποι έχουν φίλους. Έχουν και οι ναυτικοί. Ποιος αποζημιώνει τους φίλους; Και τι θα μπορούσε να τους αποζημιώσει;
Εγώ, και ίσως κι εσύ, δε γνωρίζαμε κανέναν από τους ανθρώπους αυτούς. Τους νεκρούς. Τους συγγενείς τους. Τους φίλους τους.
Έχω όμως φίλους μου στα καράβια. Και φίλες. Έχω και είχα. Και ένα δυο συγγενείς.
Κάποτε είχα και το αγόρι μου. Ήμουν κι εγώ ένα από τα ερωτευμένα κορίτσια.
Κάποτε ήμουν και η ίδια στα καράβια. Και είχα μάνα να με περιμένει.
Και πατέρα και αδερφό. Και φίλους.
Δεν ξέρω πόσο βαθιά είναι η οδύνη των άλλων. Των πιο έξω. Ξέρω μονάχα πως όταν χάνεται ένας ναυτικός, τσακίζει η καρδιά όλων των άλλων ναυτικών. Και ένα κομμάτι της πεθαίνει μαζί με εκείνον που έφυγε για πάντα. Κι ας μην τον γνώριζαν. Ας μην είχαν δει ποτέ το πρόσωπό του.
Πόσοι οι πεθαμένοι ναυτικοί; Πόσα τα πεθαμένα κομμάτια της καρδιάς μας;
Και είναι και όλα εκείνα τα πεθαμένα κομμάτια της καρδιάς των μανάδων. Κι ας μην έχασαν το δικό τους παιδί. Κάθε φορά που χάνεται ένας ναυτικός, κλαίνε όλες οι μανούλες που έχουν παιδιά στα καράβια.
Και οι πατεράδες, και οι σύζυγοι, και τα παιδιά, και τα αδέρφια. Και τα άγνωστα ερωτευμένα κορίτσια. Και οι φίλοι. Όλοι καρδιοχτυπούν. Και όλοι ακούνε να χτυπά και η δική τους πόρτα. Ποιος έχει αύριο σειρά; Να ετοιμάζεται...
Λένε για τους ναυτικούς πως δε φοβούνται το θάνατο. Πώς να τον φοβηθούν; Έχουν μάθει να ζούνε μαζί του. Ξέμαθαν να ζουν με τους δικούς τους και ζούνε αγκαλιασμένοι με το χάρο.
Σταματάει ποτέ ο άνθρωπος να φοβάται το χάρο;
Μηδένα προ του τέλους, φώναξε εκείνος ο αρχαίος βασιλιάς. Και ήταν κι αυτός μέσα στις φλόγες.
Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να ξέρει, την αγωνία του θανάτου μέσα στις φλόγες; Ποιος μπορεί να ξέρει την αγωνία που έζησαν αυτοί οι εννιά άνθρωποι που τώρα ταξιδεύουν στα φέρετρα;
Επαναπατρίζονται οι σοροί... Οι σκέψεις τους; Τα όνειρά τους; Η ζωή τους;
Βράδυ Χριστουγέννων ήταν. Η ώρα που σε όλη τη γη οι άνθρωποι γιορτάζουν. Που μαζεύεται η οικογένεια γύρω από το τραπέζι και τσουγκρίζουν τα ποτήρια.
Αυτοί απουσίαζαν. Δεν είδαν τα ποτήρια. Δεν άκουσαν τις ευχές. Στη βάρδια, στο καπνιστήριο, στην καμπίνα, έξω στην πρύμη, εκεί έκαναν Χριστούγεννα.
Πώς κάνουν οι ναυτικοί Χριστούγεννα; Πρόλαβα δυο φορές να τα γιορτάσω τέτοια Χριστούγεννα. Δε χρειάζεται να έρθει η φωτιά. Δε χρειάζεται να έρθει ο Χάρος. Τους κουβαλάει η καρδιά σου.
Καίγεσαι και πεθαίνεις τέτοιες μέρες. Και πιο πολύ τις νύχτες. Όταν μείνεις μόνος. Ποιος ναυτικός έπεσε χαρούμενος να κοιμηθεί τη νύχτα των Χριστουγέννων;
Και είναι ο ύπνος λήθαργος βαρύς. Δίχως όνειρα. Ποτισμένος σε δάκρυα και αλκοόλ. Ποιος ναυτικός δεν πίνει ένα ποτηράκι παραπάνω τέτοιες νύχτες;
Κάποιος ίσως να ήπιε και παραπάνω από το παραπάνω. Κι άφησε το τσιγάρο αναμμένο. Να καίει όπως έκαιγαν τα ματόκλαδα και η καρδιά του.
Κι έκαψε το τσιγάρο την κάφτρα. Έκαψε το τραπέζι. Άρχισαν οι φλόγες να χορεύουν. Και οι καπνοί άρχισαν να τρέχουν στους αλουέδες. Τρύπωσαν στις καμπίνες. Ανέβηκαν στις κουκέτες. Τύλιξαν το παλικάρι. Και το πήραν για πάντα μαζί τους...
Έμεινε πίσω η Βραζιλία. Είναι ο παράδεισος των ναυτικών η Βραζιλία. Με τις σάμπες και με τις ρούμπες και τα καυτά κορίτσια. Όλοι οι ναυτικοί ονειρεύονται να πάνε Βραζιλία. Εγώ δεν πρόλαβα. Έτσι κι αλλιώς εγώ ήμουν γυναίκα...
Την ξέρω όμως τη Βραζιλία. Των ναυτικών τη Βραζιλία. Τι νομίζεις κάναμε στις ατέλειωτες ώρες της βάρδιας; Πετάγαμε για Σάο Πάολο και Ρίο ντε Τζανέιρο. Στο Ponta Do Ubu όχι. Τώρα το άκουσα πρώτη φορά. Τώρα το αναζήτησα και στο χάρτη. Τριακόσια τόσα χιλιόμετρα βορειότερα του Ρίο.
Σαν να λέμε Αθήνα - Πάτρα και ακόμη μακρύτερα. Τι σημασία έχει; Βραζιλία είναι και το Ponta Do Ubu. Γεμάτο μουσική, χορό, ποτό και κορίτσια. Προπαντός κορίτσια.
Τα άλλα κορίτσια, στην πατρίδα, δεν τα ξεχνάει ο ναυτικός. Όσα κορίτσια και να γνωρίσει στα λιμάνια. Η σάρκα μόνο κατεβαίνει στο λιμάνι. Η καρδιά βρίσκεται μίλια μακριά. Σε μια κουκίδα του χάρτη που γράφει πατρίδα.
Έτσι μαθαίνει να ζει ο ναυτικός. Αλλού η καρδιά, αλλού η σάρκα. Τώρα θα γυρίσει πίσω η σάρκα. Η καρδιά;
Ύπουλα ανέβηκε ο καπνός στην κουκέτα. Τύλιξε την κοιμισμένη σάρκα. Τρύπωσε στα ρουθούνια. Έφτασε στα πνευμόνια. Γιατί δεν ξύπνησε; Γιατί δεν έτρεξε να σωθεί; Να βρέξει μια πετσέτα, να ορμήσει έξω. Να γλιτώσει...
Κανείς δε θα μάθει. Κι ας τρέχουν πάνω κάτω οι εμπειρογνώμονες. Κι ας παίρνουν καταθέσεις οι ειδικοί. Κανείς δεν μπορεί να μάθει τι σημαίνει η νύχτα των Χριστουγέννων στο καράβι. Μόνο όποιος το έζησε.
Και ξύπνησε την άλλη μέρα και δεν ήξερε πού ταξίδευε όλη νύχτα. Χρόνος νεκρός. Αφήνεις στην κουκέτα τη σάρκα. Αφήνεις και την καρδιά. Δεν αντέχεις μια τέτοια νύχτα να ακολουθήσεις την καρδιά σου. Και χάνεσαι. Σε άλλη διάσταση. Έξω από χώρο και έξω από χρόνο.
Μένουν μόνα τους μια τέτοια νύχτα τα κορίτσια στο λιμάνι. Απόψε ο ναυτικός δε θα θυμηθεί τις τρυφερές τους καμπύλες. Δε θα τσαλακώσει τα σεντόνια του ψάχνοντας τη μυρουδιά τους. Είναι Χριστούγεννα...
Μένουν μόνα τους και τα άλλα κορίτσια. Στην πατρίδα. Μια ζωή μόνα τους. Απόψε περισσότερο. Δεν αντέχει ο ναυτικός απόψε να θυμηθεί τη μοναξιά τους. Είναι Χριστούγεννα...
Τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της αγάπης. Οι άνθρωποι τα γιορτάζουν αγκαλιά με τους αγαπημένους τους. Όχι οι ναυτικοί. Όχι κι εκείνοι που αγαπούν ναυτικούς.
Ένα μικρό αστέρι λάμπει στον ουρανό. Δεν έχει πια μάγους να το ακολουθήσουν. Έχει τους ναυτικούς που τρέχουν να το συναντήσουν.
Αφήνουν τη σάρκα τους στο βαθύ της λήθαργο. Αφήνουν και τη καρδιά τους. Δεν αντέχουν απόψε την καρδιά τους. Και γίνονται αστέρια.
Πόσα αστέρια έχει ο ουρανός; Πόσοι είναι οι ναυτικοί που δε γύρισαν ποτέ;
Δημοσιεύτηκε από ΔΑΝΑΗ στις 12/28/2009
Καταστρώματα Θαλασσινές Ιστορίες