www.nea-apogeumatini.gr
αναδημοσίευσηΑπό τη μεγάλη τζαμαρία του καπνιστηρίου
παρακολουθούσε κανείς αναγκαστικά
όπου εργαζόταν επί μια διετία,
η Ελένη.
Απολάμβανε ένα τσιγάρο, όταν ξαφνικά
ο Νίκος, ξεστόμισε,
χαμηλόφωνα, ώστε να μην φτάσει
στα αφτιά τρίτων κάτι τόσο φρικαλέο:
«Νάτος! Έρχεται το κάθαρμα.
.Του εύχομαι να βγάλει καρκίνο, να υποφέρει πολύ και να πεθάνει»!
Δεν είχε ακούσει άλλοτε άνθρωπο να «ξερνάει» κάτι χειρότερο.
Αναφερόταν σε προϊστάμενο του τμήματος του.
Δεν έδειχνε οργισμένος, μιλούσε ψύχραιμα, αλλά με μια τρομακτική χροιά
φωνής και μια λάμψη στα μάτια που αλλοίωσε στιγμιαία ακόμα και το
χρώμα τους.
Ο Νίκος δούλευε πολλά χρόνια πριν στην επιχείρηση και είχε διεκδικήσει
τη φιλία της Ελένης από τη μέρα που προσλήφθηκε.
Κάποτε συνέβη ένα φοβερό δυστύχημα, στο οποίο ο φίλος της έχασε
τη ζωή του και μάλιστα ξεψύχησε μετά από πολλές μέρες ανεπιτυχούς
νοσηλείας…
Έσπευδε τότε να της συμπαρασταθεί (μαζί με μια φίλη της,
που αργότερα έφυγε
στο εξωτερικό) και πολλά βράδια έδινε το παρόν, γνωρίζοντας ότι τον
περίμεναν διάφορα delicatessen, που καθώς τα απολάμβανε κερασμένα,
ο ουρανίσκος του ένιωθε την υπέρτατη ηδονή…
Πολλές φορές οι δυο τους είχαν λογομαχήσει έντονα, όχι μόνο γιατί
ο ένας ήταν αθεράπευτος τσιγκούνης και η άλλη του δόγματος ότι
«τα λεφτά τρώγονται φρέσκα όπως τα ψάρια», αλλά και για έναν πιο
σοβαρό λόγο:
Με εξαίρεση μια υπάλληλο, που χαϊδευτικά αποκαλούσε
«τρελή», ο Νικολάκης «έθαβε» ασύστολα και χαιρέκακα όλους τους
συναδέλφους του, επιδιδόμενος σε μειωτικούς χαρακτηρισμούς και σε
ένα ατελείωτο gossip γύρω από προσωπικές υποθέσεις ορισμένων εξ αυτών.
Μια μέρα συναντήθηκαν τυχαία σε κάποιο μαγαζάκι του περασμένου
αιώνα, όπου η Ελένη άφησε προκαταβολή 20 ευρώ για ένα ρόπτρο
και έδωσε το υπόλοιπο μισό (ευτελές, τότε, ποσό) στο Νίκο.
Ο ίδιος προσφέρθηκε να το παραλάβει όταν θα ήταν έτοιμη η παραγγελία
και να της το φέρει στο γραφείο, αφού το δικό του σπίτι ήταν σχεδόν
δίπλα σ’ εκείνο το εργαστήρι του συμπαθέστατου γεράκου, που έμοιαζε
να σκαλίζει στο μαντέμι νοσταλγικά αντίγραφα αναμνήσεων…
Ύστερα από δυο εβδομάδες η εταιρία όπου εργάζονταν η Ελένη, ο Νίκος
και εκατοντάδες άλλοι, έβαλε λουκέτο.
Λίγο πριν αρχίσει μια από τις γενικές συνελεύσεις που έγιναν προτού
οι εργαζόμενοι εκδιωχθούν από το κτίριο, ο «Σκρουτζ», που φρόντιζε πάντοτε
να μην εκθέτει τις εμμονές
του δημόσια, εμπιστεύθηκε, έξαλλος, στην Ελένη ότι ο «αλήτης»
στο κυλικείο, του χρέωσε την τυρόπιτα 30 λεπτά παραπάνω από όσο
ο «τύπος» έξω από το σταθμό του μετρό.
Έξω φρενών εκείνη:
«Εδώ χάνουμε τη δουλειά μας, έναν ολόκληρο μισθό κι εσύ βρίζεις
τον άνθρωπο για 30 λεπτά;
Για μια τυρόπιτα; Ντροπή σου!».
Το υβρεολόγιο που ακολούθησε, εις επήκοον πολλών πια, δεν περιγράφεται…
Στο μεταξύ, η πλαστή οικονομική κρίση ήταν προ των πυλών.
Για την ακρίβεια ήταν ήδη εδώ, με τη σφραγίδα των προδοτών που
ψήφισε η πλειονότητα των ανυποψίαστων Ελλήνων, αλλά δεν είχε γίνει
ακόμα αισθητή…
Ενάμισυ χρόνο μετά, βρέθηκαν κατά τύχη και της εκμυστηρεύθηκε ότι
έπασχε από μια σπάνια μορφή καρκίνου. Μόλις συνήλθε η Ελένη από το
σοκ της δυσάρεστης είδησης και τον αναπόφευκτο συνειρμό των όσων
είχε «ευχηθεί» ο Νίκος παλιότερα για ένα ανθρώπινο ον και τώρα τα ζούσε
ο ίδιος, ένιωσε συμπόνια γι αυτόν.
Σκέφτηκε, άλλωστε, ότι το κακό που τον βρήκε, θα του απάλυνε την ψυχή
Του ανέβαζε το ηθικό, όπως ο ίδιος ομολογούσε, σε ατέρμονες τηλεφωνικές
συνδιαλέξεις (καθώς δεν είχε πια την οικονομική δυνατότητα να βγει από
το σπίτι της ούτε για έναν καφέ).
Ένα πρωί τσακώθηκαν συζητώντας για τις αυτοκτονίες που διαδέχονταν
η μια την άλλη και τις γενικότερες συνέπειες της κρίσης.
«Δε με νοιάζει για την κωλοχώρα.
Ούτε αν πεινάνε και πεθαίνουν.
Εγώ έχω μεταφέρει όλες μου τις καταθέσεις στη Γερμανία.
Πρόλαβα να πουλήσω και κάτι διαμερίσματα που νοίκιαζα.
Όταν πάψω να περνάω καλά εδώ, θα εγκατασταθώ εκεί κι αν θέλεις
έλα κι εσύ μαζί μου», είχε πει, κυνικότατα, εργαζόμενος ων κάπου αλλού.
Τίποτα δεν τον έκαμπτε… ούτε η αρρώστια!
Ήρθαν Χριστούγεννα και τα χρήματα του εορταστικού επιδόματος ανέργων
δεν έφτασαν για όλους. Όσοι πρόλαβαν ήταν τυχεροί.
Οι υπόλοιποι θα τα έπαιρναν για την Πρωτοχρονιά.
Νιώθοντας πόνο στο στομάχι από την πείνα, η Ελένη – που ποτέ δεν της
είχε λείψει το παραμικρό - θυμήθηκε… και πήρε το θάρρος να του ζητήσει
εκείνα τα 20 ευρώ, χωρίς να του θυμίσει ότι ήταν του ρόπτρου που δεν
παρέλαβε και της τα χρωστούσε, αλλά ως δανεικά.
«Δεν μπορώ καθόλου» της απάντησε.
Δεν υπήρξε επόμενο τηλεφώνημα, η ρήξη ήταν αμοιβαία.
Το βράδυ της μέρας που ένας μαθητής έγινε γνωστός στο πανελλήνιο
και διεθνώς με την περίφημη χειρονομία της μούντζας προς τους
«επισήμους», στη διάρκεια παρέλασης, ο Νίκος εμφανίστηκε σε μέσο
κοινωνικής δικτύωσης προκαλώντας το κοινό αίσθημα.
Η Ελένη τον κατήγγειλε χωρίς να τον κατονομάζει, καλώντας τον να
ζητήσει δημόσια συγνώμη από τους ανθρώπους που υποφέρουν.
Αφρίζων και ασυγκράτητος, «καρφώθηκε», την αποκάλεσε αχάριστη
για τη «συμπαράσταση» που της προσέφερε στο παρελθόν και, παρόλο
που είχε δεχθεί από τους πάντες άγρια κριτική για την τοποθέτηση του
υπέρ πολιτικών υπευθύνων για το κατάντημα της χώρας, κατόρθωσε,
προβάλλοντας την ασθένεια του, να κερδίσει την υποστήριξη όλων και
να στρέψει τους παλιούς συναδέλφους του, που δεν κατάλαβαν ποτέ
ποιος πραγματικά ήταν, εναντίον της, αφού την κατασυκοφάντησε.
Ηταν πλέον μια γυναίκα που «δεν τον λυπήθηκε, τα έβαλε με έναν
δυστυχισμένο»!
Η συμπάθεια στο πρόσωπο της κατέρρευσε.
Ακόμη και όσοι μπόρεσαν να διακρίνουν την αλήθεια, την απέφευγαν
για να μην… κατηγορηθούν!
Ζούσε πια κάτω από συνθήκες τόσο άθλιες που δεν θα πίστευε, αλλά και
δεν έμαθε κανένας…
Οι τηλεφωνικές κλήσεις των αγαπητών της συναδέλφων
δεν ήχησαν ξανά - όπως ακριβώς το ρόπτρο της εξώπορτας που δεν
αποκτήθηκε ποτέ, συμβολίζοντας, ίσως, την ανυπαρξία της ανθρώπινης
επικοινωνίας μιας διόλου ευκαταφρόνητης μερίδας πολιτών, στο
αποκορύφωμα της κρίσης.-