Σαράντα νεκροί μέσα στο περασμένο Σαββατοκύριακο, 79 διασώσεις μόνο τη Δευτέρα. Αλλοι 34 νεκροί την περασμένη εβδομάδα.
Ομως οι πρόσφυγες δεν υπολογίζουν τον κίνδυνο. Είναι πολύ απελπισμένοι για να το κάνουν. Γριές γυναίκες, άντρες με κομμένα πόδια, έγκυες στον μήνα τους, ακόμη και ένα τυφλό παιδί με συνοδό τον ανήλικο αδελφό του ρισκάρουν τα πάντα, δηλαδή το μόνο που τους έχει απομείνει, τη ζωή τους, για να φτάσουν στη «Γη της Επαγγελίας», την Ευρώπη, αφήνοντας πίσω τους τον εφιάλτη.
Χαρμολύπη
Στην αρχή, οι μαύρες βάρκες από καουτσούκ είναι μια θολή, μικρή κουκκίδα που χάνεται και ξαναφαίνεται στον ορίζοντα.Τα κύματα την κρύβουν κάθε τόσο, καθώς, υπερφορτωμένη και με μικρή μηχανή, αγωνίζεται να κρατηθεί όχι μόνο στην επιφάνεια του νερού, αλλά και στη σωστή πορεία για να φτάσει μετά από ένα ταξίδι μιας ώρας και δέκα λεπτών, μέσα από Συμπληγάδες, στις φιλόξενες ακτές της Λέσβου.
Οι βάρκες πλησιάζουν και ακούμε τους αλαλαγμούς χαράς των επιβατών. Γέλια, κραυγές, φωνές, χέρια υψωμένα που σχηματίζουν το σήμα της νίκης, σωσίβια που πετάνε στον αέρα.
Οταν οι βάρκες βγουν στη στεριά, επικρατεί χάος. Οι επιβάτες ορμούν όλοι την ίδια στιγμή έξω, λες και θέλουν να προλάβουν, μην τυχόν συμβεί κάτι και διαλυθεί το όνειρο. Είναι αποκαμωμένοι, με τραβηγμένα πρόσωπα από την ένταση και τη συγκίνηση, κρατούν στα χέρια τους ένα σακίδιο με λιγοστά υπάρχοντα και είναι στην πλειονότητά τους νεαροί άντρες γύρω στα 30.
Σε κάθε βάρκα, όπου κανονικά θα έπρεπε να επιβαίνουν το πολύ 20 άνθρωποι, ήταν -εγκληματικά- στοιβαγμένοι έως και 60!
Δεν υπήρχε βάρκα, από τις 14 συνολικά που είδα από κοντά την ώρα της αποβίβασης, χωρίς δύο με τρεις οικογένειες, υπερήλικες και παιδιά, πολλά από τα οποία ήταν νεογέννητα ή πολύ μικρής ηλικίας.
Μαρτυρίες
Οι διηγήσεις τους για την επαφή τους με τους Τούρκους δουλεμπόρους είναι εφιαλτικές και σχεδόν ταυτόσημες.Οπως μας εξηγεί ο 30χρονος κουρέας από τη Δαμασκό, ο Σουλτάν: «Τους βρήκαμε από αγγελία, στη Σμύρνη. Μας ζήτησαν 1.500 δολάρια το άτομο, για εμένα, τη γυναίκα μου και το παιδί μας. Φύγαμε από τη Σμύρνη βράδυ και φτάσαμε με αυτοκίνητο στο “δάσος με τους θάμνους”. Περπατήσαμε μέσα από μονοπάτια για τέσσερις ώρες. Εκεί, σε μια τεράστια απομακρυσμένη περιοχή, υπάρχουν υπαίθριοι καταυλισμοί χιλιάδων ανθρώπων που περιμένουν να περάσουν απέναντι. Μείναμε τρία μερόνυχτα κρυμμένοι.
»Ενα βράδυ, μας ειδοποίησαν ότι φεύγουμε. Οι δουλέμποροι επέλεγαν ποιος θα φύγει. Οταν κάποιος διαμαρτυρόταν, τον έδερναν ανελέητα. Εριξαν τη βάρκα στο νερό και αρχίσαμε να επιβιβαζόμαστε. Η βάρκα είχε γεμίσει, αλλά έβαζαν κι άλλα άτομα, μέχρι που δεν υπήρχε σπιθαμή ακάλυπτη.
Πολλοί δεν είχαν αντικρίσει ποτέ τη θάλασσα. Μερικές γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά. Μας ρώτησαν ποιος ξέρει να οδηγήσει, αλλά δεν ήξερε κανένας. Διάλεξαν στην τύχη έναν άντρα της ομάδας μας, τον Μαζντ, του έμαθαν πώς να βάλει μπροστά τη μηχανή, του παρέδωσαν το τιμόνι και του έδειξαν τα φώτα απέναντι, για να πάρει πορεία.
Φύγαμε με μπουνάτσα, αλλά -όταν ανοιχτήκαμε- το ελάχιστο κύμα μας κλυδώνιζε με κίνδυνο να ανατραπούμε. Επρεπε να μείνουμε ψύχραιμοι και να μην κουνιόμαστε. Ομως, βλέπαμε τα φώτα της ακτής να πλησιάζουν και παίρναμε κουράγιο.
Στα μισά της διαδρομής ξημέρωσε. Βλέπαμε μπροστά μας και πίσω μας κι άλλες βάρκες. Μία σταμάτησε, σχεδόν δέκα λεπτά από την ακτή, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για αυτούς. Ακούγαμε τις φωνές τους. Αργότερα μάθαμε ότι τους διέσωσε το ελληνικό Λιμενικό. Τους τηλεφώνησαν οι ίδιοι οι ναυαγοί».
Η πρώτη βοήθεια
Πολλοί πρόσφυγες φτάνουν αφυδατωμένοι, σε κατάσταση σοκ και αρκετά παιδιά έχουν βραχεί και τρέμουν. Αλλοι είχαν ήδη προβλήματα υγείας και έχουν ξεμείνει από φάρμακα και ιατρική παρακολούθηση.Γυναίκες μεγάλης ηλικίας με διαβήτη, άντρες με υψηλή πίεση, τους έβλεπα να προσπαθούν να αποβιβαστούν με δυσκολία, να κάνουν το τελευταίο αποφασιστικό βήμα, να πατήσουν τη στεριά.
Δίπλα τους έτρεξαν αμέσως οι εθελοντές, για να τους βοηθήσουν. Γιατροί από τη Δανία, νοσοκόμες από τη Νορβηγία, Παλαιστίνιοι και Σύροι της διασποράς, Ελληνες, ντόπιοι και «ξένοι», αγκάλιαζαν τα παιδιά, τα καθησύχαζαν, τύλιγαν με κουβέρτες τους βρεγμένους, έδιναν νερό και κρουασάν, ρούχα, πάνες, παπούτσια, παιχνίδια, ό,τι μπορούσε εκείνη τη στιγμή να ανακουφίσει τους ανθρώπους.
Το πρώτο πράγμα που κάνουν, μόλις αποβιβάζονται, είναι να τηλεφωνήσουν στους δικούς τους ότι έφτασαν με ασφάλεια στην Ελλάδα.
Οι νεότεροι βγάζουν αναμνηστικές φωτογραφίες και σέλφι, ενώ κάποιοι κάθονται αμίλητοι και κοιτούν τη θάλασσα που διέσχισαν.
Δεν είδα τόσες ημέρες στη Λέσβο ούτε έναν πρόσφυγα να προσεύχεται. Οχι ότι θα ήταν μεμπτό, αλλά σίγουρα καταρρίπτει το στερεότυπο των δικών μας ξενόφοβων.
Αντίθετα, άκουσα από πάρα πολλούς να εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους για την Ελλάδα, ιδίως τους Σύρους, και να λένε πως δεν θα ξεχάσουν ποτέ τη χώρα που τους δέχτηκε, για να περάσουν στην Ευρώπη, ενώ τους έκανε εντύπωση η αλληλεγγύη που βρήκαν από Ελληνες, απλούς ανθρώπους.
Υπήρχαν βέβαια και κρούσματα ρατσισμού και κερδοσκοπίας, όμως αυτό ήταν περιθωριακό και δεν χαρακτηρίζει την πολύ ανθρώπινη και προοδευτική κοινωνία της Λέσβου.
Αφήνοντας τον «Παράδεισο»
Στην παραλία της Συκαμιάς, μπροστά από την ταβέρνα «Παράδεισος» (!), μια οικογένεια Σύρων Κούρδων, από ένα χωριό έξω από το Καμίσλι, ετοιμάζεται να περπατήσει τον παραθαλάσσιο χωματόδρομο και να ανηφορίσει προς τον Μόλυβο, μια απόσταση σχεδόν δέκα χιλιομέτρων που οι κουρασμένοι ταξιδιώτες θα κάνουν πάνω από τρεις ώρες να ολοκληρώσουν.Στην ομάδα ξεχωρίζει μια γιαγιά Κούρδισσα, με γυαλιά, ένα γαλλικό καπέλο στο κεφάλι και ένα μόνιμο χαμόγελο στο στόμα. Μαζί της είναι οι δύο γιοι της, τα τρία εγγόνια της και δύο ακόμη μακρινοί συγγενείς. Το χωριό τους βρέθηκε εκεί που συναντιούνται οι κυβερνητικές δυνάμεις, οι πολιτοφύλακες των Κούρδων (PYD) και οι ορδές του «Ισλαμικού κράτους».
«Δεν υπήρχε πια τόπος για εμάς. Επρεπε να φύγουμε. Αφήσαμε πίσω μας τα πάντα. Δύο τσάντες πράγματα πήραμε και περάσαμε στην Τουρκία. Ταξιδεύουμε τρεις μήνες. Θέλουμε να φτάσουμε στη Σουηδία, όπου έχουμε συγγενείς. Για εμάς δεν υπάρχει γυρισμός. Πρέπει να προλάβουμε να φύγουμε γρήγορα, μην και κλείσουν τα σύνορα», όπως μας διηγείται ο 52χρονος αγρότης Αμπντουλάχ.
Εφυγαν πεζή, με τη γιαγιά να κρατάει τη μικρότερη εγγονή της από το χέρι, δίπλα από τα αλμυρίκια και την παραλία που είχε καλυφθεί από τα πορτοκαλί σωσίβια και τα κουφάρια από τις μαύρες βάρκες (σ.σ.
Αυτά τα απομεινάρια πλαστικού θα έπρεπε να γίνουν πρώτη ύλη για την ανέγερση, εκεί στη Συκαμιά, στην πατρίδα του Στρατή Μυριβήλη, ενός μνημείου στη μνήμη των θυμάτων του διάπλου και να αποδοθεί ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στη θέληση των ανθρώπων να ζήσουν ένα καλύτερο αύριο).
Στο Καρά Τεπέ
Ωρα αργότερα, καθώς οδηγούσα προς τον Μόλυβο, βρήκα την ομάδα των Κούρδων να αγκομαχάει στην ανηφόρα. Πήρα τη γιαγιά και τα εγγόνια της και τους άφησα στα λεωφορεία. Δεν μιλούσαμε καμία κοινή γλώσσα, αλλά η αγκαλιά της στον αποχαιρετισμό και το φιλί της με συνόδευαν για μέρες.Στον Μόλυβο τα καραβάνια των προσφύγων έφταναν ακατάπαυστα. Οι τοπικές αρχές και η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) είχαν ναυλώσει λεωφορεία για να μεταφέρουν τον κόσμο στη Μυτιλήνη, στα δύο στρατόπεδα υποδοχής.
Στον δρόμο για το Καρά Τεπέ, το στρατόπεδο όπου ταυτοποιούνται και καταγράφονται οι Σύροι και οι Ιρακινοί πρόσφυγες, συνάντησα πολλές ομάδες που περπατούσαν προς την πρωτεύουσα. Οι άλλες εθνικότητες κατευθύνονταν σε άλλο στρατόπεδο, στη Μόρια, τρία χιλιόμετρα βόρεια της Μυτιλήνης.
Στο Καρά Τεπέ επικρατούσε σχετική τάξη. Οι πρόσφυγες περνούσαν από διαδοχικά σημεία για καταγραφή που γινόταν με τη βοήθεια μεταφραστών. Δεκάδες αστυνομικοί, υπάλληλοι της περιφέρειας και εθελοντές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να επιταχυνθεί η διαδικασία. Τον τελευταίο μήνα η κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά σε αυτόν τον τομέα, όπως μας έλεγαν οι ντόπιοι.
Με το χαρτί της καταγραφής στο χέρι, οι πρόσφυγες περνάνε -όσοι έχουν ανάγκη- από γιατρό, στις σκηνές των Γιατρών χωρίς Σύνορα και της UNHCR, και στη συνέχεια παραλαμβάνουν δέμα βοήθειας από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.
Οσοι έχουν κουραστεί, μένουν σε σκηνές δίπλα από το κέντρο καταγραφής. Το Καρά Τεπέ διαθέτει πλέον χημικές τουαλέτες, πρίζες για να φορτίζονται τα κινητά, παιδική χαρά και ντουσιέρες. Δεν είναι ξενοδοχείο λουξ, όμως είναι μια ανάσα για όσους ετοιμάζονται να συνεχίσουν το δύσκολο ταξίδι προς τον Βορρά.
Στη Μόρια
Αντίθετα, στη Μόρια, παρά τις βελτιώσεις, όσοι πρόσφυγες και μετανάστες έχουν κατασκηνώσει έξω από τον οργανωμένο χώρο ζουν σε πολύ κακές συνθήκες. Το στρατόπεδο έχει δυναμικότητα 600 ατόμων και η ταυτοποίηση μπορεί να κρατήσει και τρεις ή τέσσερις μέρες, με αποτέλεσμα να βρίσκονται έξω από τον περιφραγμένο χώρο ίσως και 1.500 άνθρωποι.Αλι, 32 χρόνων, Ιρανός: «Δεν ζητάμε τίποτα από την Ελλάδα. Δεν θέλουμε να μείνουμε εδώ. Το μόνο που ζητάμε είναι να φύγουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα για την Ευρώπη. Τους Σύρους τους προσέχουν και βγάζουν τα χαρτιά τους σε μία μέρα. Εμείς γιατί όχι; Ανθρωποι είμαστε κι εμείς. Και οι συνθήκες είναι πολύ κακές. Κοιμόμαστε στο χώμα, έχουμε μόλις τρεις τουαλέτες».
Με το χαρτί της ταυτοποίησης στο χέρι, οι πρόσφυγες κατευθύνονται στο λιμάνι, για να βγάλουν εισιτήριο με το καράβι.
Ο Μπάζελ και η γυναίκα του, Μαρία, πούλησαν όλη τους την περιουσία για να γλιτώσουν από την κόλαση της Χομς. Χριστιανός, πολιτικός μηχανικός, με γυναίκα μικροβιολόγο, ο 50χρονος Σύρος θέλει να φτάσει στη Δανία, όπου έχει φίλους του.
Είναι παιδί της μεσαίας τάξης, η οποία εγκαταλείπει μαζικά πλέον τη χώρα. «Οσοι θέλουν να ζήσουν, θα φύγουν. Οσοι θέλουν να πεθάνουν, θα μείνουν. Δεν έχω να χωρίσω τίποτα με κανέναν. Θέλω απλά να ζήσω μια κανονική ζωή», λέει πάνω στο πλοίο για τον Πειραιά, ενώ στέλνει μηνύματα στο κινητό του, για να μάθει από άλλους πρόσφυγες που προπορεύονται την κατάσταση στη μεθόριο με την Ουγγαρία.
Την ώρα του απόπλου, οι πρόσφυγες συνωστίζονται στα εξωτερικά καταστρώματα και ατενίζουν τον τόπο που τους δέχτηκε.
Βγάζουν φωτογραφίες κάτω από τη σημαία του πλοίου και σύντομα βυθίζονται στις σκέψεις τους. Τώρα έχουν μπροστά τους ένα νέο σύνορο, μια καινούργια πρόκληση...
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι πρόσφυγες ενωμένοι
Γρήγορα «σκοτεινιάζουν», όταν ακούν για την Ουγγαρία και τα κλειστά σύνορα. Αμέσως αποφασίζουν να αλλάξουν δρόμο και να πάνε μέσω Κροατίας, Σλοβενίας και Αυστρίας στη Γερμανία. Είναι σαν το ποτάμι, δεν σταματάει αυτό το ρεύμα. Οπου κι αν το κλείσεις, θα βρει άλλο δρόμο να περάσει
Ο Σουλτάν, ο Τόνι, ο Αχμαντ, ο Μαζντ, ο Ναζίμ, η Μαρία, η Νουρ, μια ομάδα 14 ανθρώπων, χριστιανοί και μουσουλμάνοι που ταξιδεύουν μαζί, γνωρίστηκαν στην Τουρκία και επέβαιναν στην ίδια βάρκα.
Αποφάσισαν να συνεχίσουν σαν ομάδα. Μέσα στις βάρκες, στα στρατόπεδα, στα πλοία για τον Πειραιά, στα τρένα για τη Γερμανία, οι πρόσφυγες είναι ενωμένοι, συνυπάρχουν και αλληλοϋποστηρίζονται, ανεξάρτητα από το θρήσκευμα, το δόγμα ή την εθνοτική τους καταγωγή, αναβιώνουν μια Συρία που δεν υπάρχει πια.
Τους ενώνουν η αντίθεσή τους στον πόλεμο, η δίψα τους για μια νέα ζωή, ίσως και για μια νέα πατρίδα. «Ανάμεσα στις βόμβες βαρελιού της κυβέρνησης και τους αποκεφαλισμούς του “Ισλαμικού κράτους”, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να φύγω», λέει ο Τόνι και ο Σουλτάν επιδοκιμάζει.
Σαν το ποτάμι
Φτάνοντας στον Πειραιά, πηγαίνουμε στον Ηλεκτρικό και βγαίνουμε Ομόνοια. Αγοράζουν ελληνικές κάρτες για τα κινητά τους, παίρνουν χρήματα από τη Western Union και βγάζουν εισιτήριο για το λεωφορείο που θα τους πάει μέχρι την Ειδομένη και τα σύνορα με τα Σκόπια.Είναι όλοι χαρούμενοι, σχεδόν ευτυχισμένοι. Ομως γρήγορα «σκοτεινιάζουν», όταν ακούν για την Ουγγαρία και τα κλειστά σύνορα. Αμέσως αποφασίζουν να αλλάξουν δρόμο και να πάνε μέσω Κροατίας, Σλοβενίας και Αυστρίας στη Γερμανία. Είναι σαν το ποτάμι, δεν σταματάει αυτό το ρεύμα. Οπου κι αν το κλείσεις, θα βρει άλλο δρόμο να περάσει.
Φτάνοντας στην Ειδομένη, μπαίνουμε στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό και η αστυνομία προωθεί τους πρόσφυγες ανά ομάδες των 40-50 ατόμων. Περπατάμε 500 μέτρα πάνω στις γραμμές του τρένου και φτάνουμε στα σύνορα.
Εκεί περιμένουν εθελοντές και γιατροί που βοηθούν όσους έχουν ανάγκη. Φάρμακα, παπούτσια για τα παιδιά, αδιάβροχα, φαγητό, νερό, μα πάνω απ’ όλα ένα ζεστό χαμόγελο, μια αγκαλιά, μια κουβέντα, «καλό δρόμο, καλή τύχη».
Αγκαλιαζόμαστε και χωρίζουμε. Ο Τόνι περνάει πρώτος με ένα αποφασιστικό βήμα και ακολουθούν οι υπόλοιποι. Σε λίγο χάνονται από τα μάτια μου. Επιστρέφω και κάθομαι στο καφενείο του σταθμού.
Μπροστά μου συνεχίζει να περνάει με αμείωτο ρυθμό (από 2.500 έως και 6.500 άνθρωποι την ημέρα) το καραβάνι των προσφύγων. Μέσα στο πλήθος, η γιαγιά Κούρδισσα ξεχωρίζει με το καπέλο της. Εχουν περάσει τέσσερις ημέρες από την πρώτη μας συνάντηση στις ακτές της Λέσβου. Σε μια εβδομάδα θα βρίσκεται στη Γερμανία, «αν το θέλει ο Θεός»...
ΥΓ. Ο Τόνι, ο Σουλτάν και η ομάδα τους έφτασαν στο Μόναχο έπειτα από δραματικές στιγμές στα σύνορα της Κροατίας. Ο Μπάζελ είναι στη Δανία. Η Κούρδισσα δεν ξέρω τι απέγινε.