Το ΔΝΤ προτάσσει την επαναφορά της «ανταπεργίας» (lock out)
από τους εργοδότες που καταργήθηκε το 1982, αποκαλώντας το μέτρο
«αμυντικό εργαλείο των εργοδοτών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων».
α. Στις ομαδικές απολύσεις. Εκφράζεται σχετική επιφυλακτικότητα στην προτεινόμενη λύση να μεταβιβαστεί από τον υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας η ευθύνη έγκρισής τους στον γενικό γραμματέα του υπουργείου. Το ΔΝΤ ζητεί να ευθυγραμμιστεί το διεθνές πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων με τις διεθνείς πρακτικές, εγκαταλείποντας τη δυνατότητα του υπουργικού βέτο και διασφαλίζοντας ότι ο εργοδότης θα αναλαμβάνει το όποιο κόστος των αποφάσεών του. Μάλιστα, οι συντάκτες της έκθεσης υπαινίσσονται ότι ενδεχομένως οι όποιες αλλαγές θα καταργηθούν από τις πολιτικές πιέσεις όταν το θέμα πάψει να είναι στην επικαιρότητα.
β. Στον συνδικαλιστικό νόμο, προτείνει μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου να εξεταστεί η ευθυγράμμιση με τις καλές διεθνείς πρακτικές και να επαναφέρει τις διατάξεις της ανταπεργίας.
γ. Στον κατώτατο μισθό, η έκθεση του ΔΝΤ επιβεβαιώνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι οι τριετίες ή αποκαλούμενες ωριμάνσεις δεν θα αποτελούν συστατικό στοιχείο του κατώτατου μισθού που θα ισχύει από το 2017 και μετά.
Μάλιστα αναφέρει ότι η πρόσφατη μείωση των ωριμάνσεων κατά 50% (μόνο για τους μακροχρόνια ανέργους που θα προσληφθούν ως υπάλληλοι) αποτελεί ένα μεταβατικό βήμα για την πλήρη κατάργηση των ωριμάνσεων μετά το 2017. Υπενθυμίζεται ότι οι ωριμάνσεις οι οποίες έχουν «παγώσει» και δεν αυξάνονται περαιτέρω προσθέτουν από 10% έως 30% στους κατώτατους μισθούς με βάση τρεις τριετίες - προϋπηρεσία για τους παλαιούς εργαζόμενους. Κατά το ΔΝΤ η διατήρηση του επιδόματος θέτει σε δυσμενέστερη θέση τους λιγότερο εκπαιδευμένους και τους μακροχρόνια άνεργους.