αναδημοσίευση
Μετά, που παντρεύτηκε τον παππού, συνέχισε στις βιοτεχνίες.
Κοπτοραπτού. Όταν γεννήθηκα, δούλευε ήδη σαράντα χρόνια. Από τότε που τη
θυμάμαι τσακωνόταν μαζί του, που την άφηνε “στην ξένη δουλειά από τη
μαύρη νύχτα”, συμβουλεύοντάς τη να κάνει το κορόιδο και να μη ζητάει
ένσημα. Έφευγε λοιπόν από το σπίτι ξημερώματα, και τις καλές μέρες, όταν
δεν είχαμε “υποχρεώσεις”, γύρναγε το μεσημέρι, κι έφερνε καραμέλες ΜΕΖ
και σοκοφρέτες για τον υποφαινόμενο. Το απόγευμα καθόταν στη σάλα με τις
βαριές πράσινες καρέκλες, και κάπνιζε Άσσο, του Παπαστράτου, και το
βράδυ ετοίμαζε το κολατσιό για το επόμενο πρωί. Τις άλλες μέρες, όταν
δηλαδή μαζεύτηκαν πολλές οι “υποχρεώσεις”, από εκείνη έμαθα ότι
υπερωρίες είναι να φεύγεις από το σπίτι ξημερώματα και να γυρίζεις το
βράδυ στις εννιά. Οι υποχρεώσεις ήταν το δεύτερο εγγόνι, το δάνειο του
σπιτιού που μέναμε, και τα δικά μου φροντιστήρια.
Με τη ραπτομηχανή της γιαγιάς σπουδάσαμε, με τη ραπτομηχανή της φύγαμε από τη μονοκατοικία με τα γεράνια στον κήπο για κείνη την τρύπα με το ενοίκιο, και με τον ίδιο μισθό, συν τις αποταμιεύσεις και τη σύνταξη του παππού, η μονοκατοικία με την ωραία αυλή έγινε ισόγειο με πυλωτή και πάνω όροφο. Με τις υπερωρίες, πάλι, το σπίτι απέκτησε έγχρωμη τηλεόραση, αιρ κοντίσιον και στερεοφωνικό, συν τα χαρτζιλίκια του εγγονού. Και με το λογαριασμό της στη βιοτεχνία ντύθηκε όλη η οικογένεια, μπλουζάκια, φόρμες και παπούτσια Cas – αργότερα SuiGeneris.
Στις βιοτεχνίες που δούλεψε δεν υπήρχε ούτε συνδικαλισμός, ούτε απεργία, ούτε πολιτική γενικά. Πολιτική έκανε μόνο το αφεντικό. Μια φορά, για παράδειγμα, στις εκλογές του ’89, μαζί με κάτι ρούχα προς επισκευή της έβαλε στο καλάθι και μια ελληνική σημαία, επινίκια για τη νίκη του Μητσοτάκη. Το έπιασε το νόημα η γιαγιά, που δεν ήταν ποτέ καμιά επαναστάτρια –“εμείς είμαστε κεντρώοι”, μου την έλεγε, μέχρι το αλήστου μνήμης “λεφτά υπάρχουν”–, αλλά τι να πει, που είχαμε υποχρεώσεις, και πλέον μάζευε τα ένσημα ένα-ένα, μπας και δει ποτέ καμιά σύνταξη της προκοπής.
Η γιαγιά, λοιπόν, ήταν εργάτρια (Και δεν λέω τίποτα για τα οικιακά. Γιατί μπορεί να δούλευε ήδη σαράντα χρόνια όταν γεννήθηκα εγώ, μπορεί ο παππούς να υπέφερε όταν τον έπιανε στο στόμα της “που την άφηνε να δουλεύει σα χαμάλισσα στην ξένη δουλειά”, αλλά οι δουλειές ήταν δουλειές, και κάποια έπρεπε να τις κάνει).
Κάθε πρωί, λοιπόν, μέρες τώρα, κατεβαίνοντας για τη δουλειά βλέπω γυναίκες εργάτριες, σαν τη γιαγιά μου. Γυναίκες που ως τώρα σπούδαζαν παιδιά και χαρτζιλίκωναν εγγόνια, μήπως κι εκείνα καταφέρουν να αποφύγουν αργότερα “την ξένη δουλειά”. Που κρατούσαν σπίτια δικά τους ή στο ενοίκιο, πλήρωναν “υποχρεώσεις”, και μετρούσαν ένα προς ένα τα ένσημα μέχρι τη σύνταξη. Γυναίκες που μέχρι πριν λίγους μήνες μπορεί να μην είχαν σκεφτεί τίποτα το επαναστατικό, αλλά σήμερα διδάσκουν και εμπνέουν με το παράδειγμα, το πείσμα και την αξιοπρέπειά τους. Μ” αυτές τις γυναίκες έχω, έχουμε, κι αλίμονο αν δεν είχαμε σχέση. Κι αυτή τη σχέση πρέπει να τη δυναμώσουμε.
Παρεμπιπτόντως: αυτές τις γυναίκες απειλούσαν σήμερα στο Σύνταγμα οι γυμναστηριακοί νεοναζί. Και θ” άξιζε να συγκρίνει κανείς τις δύο εικόνες.
Από τη μία, έξω από τη Βουλή, μπράβοι και λούμπεν αμπελοφιλόσοφοι, πειθήνιοι στον κάθε Αρχηγό: όχι φτωχοί γενικώς, αλλά από κείνο το είδος του φτωχού που εύχεται να 'χει το αφεντικό, μήπως και κάποιο μεροκάματο περισσέψει και για κείνον. Από την άλλη, στο υπουργείο Οικονομικών, γυναίκες που μέσα στη φτώχεια τους δεν εγκατέλειψαν την υπερηφάνεια τους: γυναίκες εργάτριες, σε εποχές που αυτό λέει κάτι σε όλο και λιγότερους. Σκέφτομαι, για πόσους λόγους θα ήμασταν εμείς υπερήφανοι χωρίς αυτή τους την υπερηφάνεια;
Με τη ραπτομηχανή της γιαγιάς σπουδάσαμε, με τη ραπτομηχανή της φύγαμε από τη μονοκατοικία με τα γεράνια στον κήπο για κείνη την τρύπα με το ενοίκιο, και με τον ίδιο μισθό, συν τις αποταμιεύσεις και τη σύνταξη του παππού, η μονοκατοικία με την ωραία αυλή έγινε ισόγειο με πυλωτή και πάνω όροφο. Με τις υπερωρίες, πάλι, το σπίτι απέκτησε έγχρωμη τηλεόραση, αιρ κοντίσιον και στερεοφωνικό, συν τα χαρτζιλίκια του εγγονού. Και με το λογαριασμό της στη βιοτεχνία ντύθηκε όλη η οικογένεια, μπλουζάκια, φόρμες και παπούτσια Cas – αργότερα SuiGeneris.
Στις βιοτεχνίες που δούλεψε δεν υπήρχε ούτε συνδικαλισμός, ούτε απεργία, ούτε πολιτική γενικά. Πολιτική έκανε μόνο το αφεντικό. Μια φορά, για παράδειγμα, στις εκλογές του ’89, μαζί με κάτι ρούχα προς επισκευή της έβαλε στο καλάθι και μια ελληνική σημαία, επινίκια για τη νίκη του Μητσοτάκη. Το έπιασε το νόημα η γιαγιά, που δεν ήταν ποτέ καμιά επαναστάτρια –“εμείς είμαστε κεντρώοι”, μου την έλεγε, μέχρι το αλήστου μνήμης “λεφτά υπάρχουν”–, αλλά τι να πει, που είχαμε υποχρεώσεις, και πλέον μάζευε τα ένσημα ένα-ένα, μπας και δει ποτέ καμιά σύνταξη της προκοπής.
Η γιαγιά, λοιπόν, ήταν εργάτρια (Και δεν λέω τίποτα για τα οικιακά. Γιατί μπορεί να δούλευε ήδη σαράντα χρόνια όταν γεννήθηκα εγώ, μπορεί ο παππούς να υπέφερε όταν τον έπιανε στο στόμα της “που την άφηνε να δουλεύει σα χαμάλισσα στην ξένη δουλειά”, αλλά οι δουλειές ήταν δουλειές, και κάποια έπρεπε να τις κάνει).
Κάθε πρωί, λοιπόν, μέρες τώρα, κατεβαίνοντας για τη δουλειά βλέπω γυναίκες εργάτριες, σαν τη γιαγιά μου. Γυναίκες που ως τώρα σπούδαζαν παιδιά και χαρτζιλίκωναν εγγόνια, μήπως κι εκείνα καταφέρουν να αποφύγουν αργότερα “την ξένη δουλειά”. Που κρατούσαν σπίτια δικά τους ή στο ενοίκιο, πλήρωναν “υποχρεώσεις”, και μετρούσαν ένα προς ένα τα ένσημα μέχρι τη σύνταξη. Γυναίκες που μέχρι πριν λίγους μήνες μπορεί να μην είχαν σκεφτεί τίποτα το επαναστατικό, αλλά σήμερα διδάσκουν και εμπνέουν με το παράδειγμα, το πείσμα και την αξιοπρέπειά τους. Μ” αυτές τις γυναίκες έχω, έχουμε, κι αλίμονο αν δεν είχαμε σχέση. Κι αυτή τη σχέση πρέπει να τη δυναμώσουμε.
Παρεμπιπτόντως: αυτές τις γυναίκες απειλούσαν σήμερα στο Σύνταγμα οι γυμναστηριακοί νεοναζί. Και θ” άξιζε να συγκρίνει κανείς τις δύο εικόνες.
Από τη μία, έξω από τη Βουλή, μπράβοι και λούμπεν αμπελοφιλόσοφοι, πειθήνιοι στον κάθε Αρχηγό: όχι φτωχοί γενικώς, αλλά από κείνο το είδος του φτωχού που εύχεται να 'χει το αφεντικό, μήπως και κάποιο μεροκάματο περισσέψει και για κείνον. Από την άλλη, στο υπουργείο Οικονομικών, γυναίκες που μέσα στη φτώχεια τους δεν εγκατέλειψαν την υπερηφάνεια τους: γυναίκες εργάτριες, σε εποχές που αυτό λέει κάτι σε όλο και λιγότερους. Σκέφτομαι, για πόσους λόγους θα ήμασταν εμείς υπερήφανοι χωρίς αυτή τους την υπερηφάνεια;