Παντελής Μπουκάλας
πηγή: Καθημερινή
αναδημοσίευση
«Οι υπό του λαού πληρωνόμενοι φόροι δεν εισήρχοντο εις το δημόσιον ταμείον, αλλ’ εις τα βαλάντια ολίγων ιδιωτών. Τα ελαττώματα ταύτα του φορολογικού συστήματος έβλεπε βεβαίως ο Κυβερνήτης· και εστέναζε μεν, αλλά δεν ενεβάθυνε εις το κακόν. [...] Προ πάντων όμως κύριον αυτού μέλημα έπρεπε τότε να καταστή η αυστηρά διάκρισις μεταξύ ιδιωτικών κτημάτων και των πρότερον μεν εις τον Σουλτάνον και τα οθωμανικά τεμένη ανηκόντων βακουφίων, νυν δε εθνικών γαιών. [...] Η εθνική ελληνική περιουσία ην τόσω μεγάλη, ώστε απετέλει τα τέσσαρα δέκατα μέχρι του ημίσεος της όλης εκτάσεως της Ελλάδος. Η επιτροπή εν τούτοις, ην διώρισεν ο Καποδίστριας προς κτηματικήν της χώρας απογραφήν, ουδέ κατ’ ελάχιστον ανταπεκρίνετο εις την σπουδαιότητα του έργου της. Είχε τίτλον και ελάμβανεν αποζημιώσεις, αλλ’ ουδέν άξιον λόγου κατώρθωσε. [...] Πλην δε τούτου υπήρχε και το άλλον κακόν, ότι την διανομήν της ακαλλιεργήτου εθνικής γης εις απόρους και αξιολόγους πολίτας υπέσχετο πάντοτε η κυβέρνησις, ουδέποτε δε ηδύνατο να πραγματοποιήση».
Συνεχίζει δριμύς ο ιστορικός: «Οι Ελληνες, κληρονομήσαντες παρά των κλασσικών αυτών προγόνων τον πόθον αμερίμνου τρυφηλού βίου και της εν μεγαλοπρεπεί οκνηρία ευμαρείας, είχον συνειθίσει να θεωρώσι την διανομήν των εκτεταμένων γαιών ως το πέρας παντός αυτών δεινού. [...] Ενόσω όμως ηγνοείτο η εθνική περιουσία, ην αυτόχρημα αστειότης πας κενός κερδοφόρος υπολογισμός, επί της διανομής αυτής βασιζόμενος. Και το κτηματολόγιον δε αν κατωρθούτο, αδύνατον πάλιν ήτο, ως απήτει η των Ελλήνων ανυπομονησία, να γείνει άμεσος η διανομή εις πάντας τους συνωθουμένους και αξιούντας. Διότι άμα του παρελθόντος κινδύνου, πάντες οι της Ελλάδος κομπολακύθαι παρέστησαν σωτήρες της πατρίδος, εκατοστύας Τούρκων φονεύσαντες».
Αγνωστες λέξεις; Ισως μία, η αριστοφανική «κομπολακύθαι», οι μεγάλοι κομπαστές. Αγνωστες έννοιες όμως δεν υπάρχουν στο κείμενο του Μέντελσον. Ολα οικεία είναι: οι φόροι που χάνονται, οι επιτροπές που αμείβονται αδρά για τη σκανδαλώδη αδράνειά τους, το κράτος που όταν θέλει, δεν μπορεί, κι όταν μπορεί, δεν θέλει. Εξού και η άγνωστη πραγματικότητα, δύο αιώνες μετά: το Κτηματολόγιο.