Νέα Αποβίβαση Προσφύγων στον Πειραιά
Μαϊ 12 2014
Το χειρότερο ίσως με ορισμένες μέρες που ζούμε είναι ότι τις έχουμε ξαναζήσει. Τα ίδια γεγονότα που την πρώτη φορά προκαλούν σοκ και ανατριχίλα, επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, κάθε φορά το ίδιο τραγικά, κάθε φορά με μικρότερη έκπληξη και ένταση. Είναι η δύναμη του αυτοματισμού, που βουλιάζεις στο μηχανισμό της καθημερινότητας και ότι μέχρι χθες ήταν η συμπύκνωση του ευάλωτου της ανθρώπινης ύπαρξης, μετά γίνεται κανονικότητα. Ο ίδιος ο θάνατος γίνεται κανονικότητα, ακόμα και σε εκείνη την ακραία μορφή που συνιστά παραλογισμό και θα μπορούσε να αποφευχθεί. Εξοικειώνεσαι με τη φρίκη, συνηθίζεις την απώλεια.
Την είχα ξαναζήσει τη σημερινή μέρα. Να φτάνεις λίγο μετά το ξημέρωμα στο Λιμάνι του Πειραιά. Όχι για να φύγεις, ούτε για να περιμένεις με ανυπομονησία να παραλάβεις κάποιον που σου έλειψε. Για «ρεπορτάζ». Έτσι, το λένε. Ούτε καν σαν αυτά τα τυποποιημένα κάθε Πάσχα και καλοκαίρι που στήνεσαι στην προβλήτα, μαζεύεις στοιχεία για την πληρότητα των πλοίων, τραβάς τις δηλώσεις των επιβατών για τις καθυστερήσεις των δρομολογίων και κατά βάση βλαστημάς που δε μπαίνεις κι εσύ σ’ ένα καράβι.
Δευτέρα πρωί στην πύλη Ε2 στο Λιμάνι του Πειραιά. Είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι σε διάστημα μικρότερο των τεσσάρων μηνών. Η προηγούμενη ήταν στις 23 Γενάρη, στην πύλη Ε1, όπου κατέφθαναν με το πλοίο Διαγόρας οι 16 πρόσφυγες που επιβίωσαν από το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι. Αυτή τη φορά ήταν 32, επτά από τη Συρία, 24 από τη Σομαλία και μια γυναίκα από την Ερυθραία. Τόσοι γλίτωσαν από το ναυάγιο της προηγούμενης Δευτέρας ανοιχτά της Σάμου, όταν το σκάφος που ξεκίνησε από τις τουρκικές ακτές έβαλε νερά και αναποδογύρισε εγκλωβίζοντας και οδηγώντας στο θάνατο 22 ανθρώπους. Στις καμπίνες του σκάφους βρέθηκαν 18 σοροί. Πρόκειται κυρίως για γυναίκες και παιδιά, ενώ ορισμένοι αγνοούνται ακόμα.
Στο λιμάνι τους περιμένουν κατά βάση πολλά φλας και κάμερες και μια ολιγάριθμη ομάδα αλληλέγγυων πολιτών που προσπαθεί να υποκαταστήσει στο ελάχιστο αυτό που θα έπρεπε να κάνει η Πολιτεία. Βλέπεις δεν υπάρχει κανένας επίσημος φορέας ούτε στην υποδοχή, ούτε στη συνοδεία τους. Βγαίνουν ανακατεμένοι με τους υπόλοιπους επιβάτες , κατά μόνας ή σε παρέες και τους ξεχωρίζεις από τα πρόχειρα μπαγκάζια που κουβαλάνε και το σαστισμένο βλέμμα του ανθρώπου που έχει διανύσει χώρες και θάλασσες για να εξασφαλίσει ένα πλαίσιο ανθρώπινης διαβίωσης και ξαφνικά βρίσκεται σ’ ένα άγνωστο μέρος με τη μνήμη του κολλημένη σε όσους φίλους και συγγενείς χάθηκαν στις καμπίνες του πλοίου.
«Ξεκίνησα από τη Σομαλία, πέρασα στον Ιράν και μετά στην Τουρκία. Εκεί έδωσα 2000 δολάρια για να μπω στο σκάφος. Είχε μεγάλα κύματα κι έβαλε νερά. Έμεινα 4,5 ώρες στη θάλασσα μέχρι να με βρει το Λιμενικό. Οι τρεις φίλοι μου πνίγηκαν. Δεν ξέρω τι θα κάνω τώρα. Θα ζητήσω άσυλο» λέει ο Ισμαήλ με τη βοήθεια μιας πρόχειρης μετάφρασης. Μετά από λίγη ώρα βρίσκουμε έναν άντρα από τη Συρία. Αυτός όπως τα εξήγησε έδωσε 3000 δολάρια. Δεν είναι ίδια η ταρίφα στο σύγχρονο δουλεμπόριο. «Η βάρκα χωρούσε 12 ανθρώπους κι αυτοί τη φόρτωσαν με πολλούς παραπάνω. Εγώ ήμουν ο πρώτος που βρήκε το Λιμενικό. Κολυμπούσα 3 ώρες και όταν τους είδα φώναξα. Ο κόσμος του νησιού όταν φτάσαμε μας φέρθηκε πολύ καλά και τους ευχαριστούμε γι’ αυτό. Εμένα η γυναίκα μου και τα τέσσερα παιδιά μου είναι στο Λίβανο. Θέλω να τα καταφέρω να ξανασμίξω μαζί τους. Δε θέλω να μείνω την Ελλάδα, όμως, θα προσπαθήσω να φύγω από δω».
Η αλήθεια είναι ότι οι αρχές , μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν από το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι, φρόντισαν να δώσουν εξάμηνη αναστολή απέλασης στους 34 διασωθέντες πρόσφυγες για να έχουν το χρόνο να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους και να μη κυκλοφορούν με το φόβο της απέλασης. Παρ’ όλα αυτά δε μερίμνησαν, όπως θα όφειλε να συμβαίνει στα πλαίσια ενός πολιτισμένου και ανεπτυγμένου κράτους, να συντονίσουν την υποδοχή τους και τη διαμονή τους στην Αθήνα, να τους εξασφαλίσουν στέγη, νομική και ιατρική υποστήριξη. Έτσι, πάλι όλοι αντικρίσαμε την καθόλου τιμητική εικόνα εξουθενωμένων ανθρώπων να μπαίνουν στο λεωφορείο ή στα ταξί που μίσθωσε η σομαλική κοινότητα για να μείνουν σε πρόχειρα καταλύματα που βρήκαν οι μεταναστευτικές κοινότητες. Μόλις άδειασε το πλοίο μπήκαν μέσα οι νεκροφόρες για να παραλάβουν τις 12 σωρούς που είχαν ταυτοποιηθεί. Κι έμειναν στις προβλήτα να κοιτάζουν από μακριά τρεις γυναίκες αφρικάνικης καταγωγής τη μακάβρια τελετουργία. Μια απ’ αυτές μου είπε νωρίτερα ότι ανάμεσα στις σωρούς, ήταν κι αυτή της αδερφής της που προσπαθούσε να έρθει στην Ευρώπη γιατί ήταν άρρωστη. Ήθελε να πάρει άσυλο και μετά να φέρει τα πέντε παιδιά της που έμειναν στη Σομαλία και η τελευταία φωτογραφία της μάνας τους που είδαν ήταν αυτή σε πλαστική μαύρη σακούλα στις ακτές της Σάμου.
Τη στιγμή που έγραφα τις τελευταίες λέξεις αυτού του «ρεπορτάζ», το Λιμενικό μάζευε 40 πρόσφυγες ανοιχτά της Μυτιλήνης -σκεφτόμουν ότι σε κάποιο από τα επόμενα πρωινά λίγοι εθελοντές και ακόμα λιγότεροι φωτογράφοι θα τους περιμένουν στο Λιμάνι του Πειραιά.