Δικαίωση της μαχητικής και αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας αποτελεί η προχθεσινή απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο αρχισυντάκτης τού «Ε», Στρατής Μπαλάσκας, από την κατηγορία της παράβασης του νόμου περί προσωπικών δεδομένων.
Ο δημοσιογράφος είχε δημοσιεύσει το Δεκέμβριο του 2008 και στο πλαίσιο δημοσιογραφικής του έρευνας σχετικά με την πρακτική στελεχών του Λιμενικού Σώματος σε βάρος της οικογένειας Σταυράκη, στο λιμάνι της Μήθυμνας τον Αύγουστο του 2006, κατηγορητήριο του Ναυτοδικείου Πειραιά.
Με αυτό, τα στελέχη του Λιμενικού Σώματος παραπέμπονταν να δικαστούν για σειρά αδικημάτων που διέπραξαν με την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού, δηλαδή ενώ βρίσκονταν στην υπηρεσία τους και σχετίζονταν με αυτήν.

Την επόμενη μέρα, οι παραπάνω λιμενικοί κατέθεσαν μήνυση σε βάρος του δημοσιογράφου κατηγορώντας τον για συκοφαντική σε βάρος τους δυσφήμηση κατά συρροή και παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων.
Ο δημοσιογράφος συνελήφθη με τη διαδικασία του αυτοφώρου, ενώ ο εισαγγελέας τού απήγγειλε κατηγορίες και τον παρέπεμψε να δικαστεί σε τακτικές δικασίμους. Από τους λιμενικούς κατατέθηκαν επίσης αγωγές σε βάρος του Στρατή Μπαλάσκα με τις οποίες και ζητούσαν αποζημιώσεις ύψους πολλών χιλιάδων ευρώ για προσβολή της προσωπικότητάς τους.

Οι δίκες
Κι ενώ οι αγωγές αποζημίωσης απορρίφθηκαν, πρωτοδίκως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης το Σεπτέμβριο του 2010 αθώωσε το Στρατή Μπαλάσκα από την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή, αλλά τον καταδίκασε σε ένα χρόνο φυλάκισης για παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων.
Προχθές, κατ’ έφεση το Τριμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου αθώωσε το Στρατή Μπαλάσκα και από την κατηγορία της παράβασης του νόμου περί προσωπικών δεδομένων. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του νόμου προσωπικών δεδομένων, αφού το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου που δημοσίευσε ο δημοσιογράφος, δε συνιστά αρχείο κατά το γράμμα του νόμου.
«Για νίκη της ελευθεροτυπίας και του δικαιώματος της ενημέρωσης του πολίτη, αλλά και δικαίωσης όσων εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της», έκανε λόγο ο Στρατής Μπαλάσκας αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τρίωρης ακροαματικής διαδικασίας.
Ας σημειωθεί ότι ενώ από μεριάς υπεράσπισης επιλέχθηκε να μην καταθέσει κανείς μάρτυρας, από πλευράς πολιτικής αγωγής επιλέχθηκε να καταθέσουν εκτός από τους μηνυτές Νικόλαο Γρηγορέλλη, Γρηγόριο Πανσεληνά, Παναγιώτη Σεβαστέλλη και Γεώργιο Παπαδόπουλο, και άλλοι πέντε μάρτυρες.
Ο Σταμάτης Πετροζέλλης, υπάλληλος του Λιμενικού Ταμείου, και οι Παναγιώτης Νικορέτσος, Γαβριήλ Χαλκιώτης, Κυριάκος Παπαδόπουλος και Ιωάννης Τσαμαλδούπης, στελέχη του Λιμενικού Σώματος. Οι τελευταίοι πέντε, πάντως, δεν κατέθεσαν, αφού κρίθηκε πως δεν είχαν τίποτα να προσθέσουν στην όλη υπόθεση, ενώ οι μηνυτές κατέθεσαν ότι από τη δημοσιοποίηση του κατηγορητηρίου εθίγη η προσωπικότητά τους.
Η πρόταση της εισαγγελέως της έδρας ήταν υπέρ της καταδίκης του Στρατή Μπαλάσκα, πρόταση που όμως δεν έγινε δεκτή από τη σύνθεση του δικαστηρίου, που ομόφωνα τον αθώωσε.
Συνήγορος των λιμενικών ήταν η δικηγόρος Ιγνατία Τικέλλη, ενώ συνήγορος υπεράσπισης του Στρατή Μπαλάσκα ήταν ο δικηγόρος Στέλιος Κίνδερλης.

Δικαίωση της έρευνας και με απόφαση δικαστηρίου

Ιδιαίτερα ας σημειωθεί ότι πέραν του δημοσιογράφου και της δημοσιογραφικής του ερευνητικής δουλειάς, με την υπ’ αριθμ. 1422/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης με την οποία δικαιώθηκε ο Στρατής Μπαλάσκας όσον αφορά στην κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης, μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους και όσον αφορά στο τι συνέβη εκείνο το βράδυ της 6ης Αυγούστου στο Μόλυβο.
Στη σελίδα λοιπόν 51 της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, αναφέρονται τα παρακάτω πολύ αποκαλυπτικά:
«Επομένως, με εξαίρεση το ισχυριζόμενο περιστατικό της σωματικής βίας των λιμενοφυλάκων κατά του Ισιδώρου Σταυράκη, οι παραβάσεις στις οποίες αυτοί προέβηκαν και η ανάρμοστη για τα όργανα της δημόσιας τάξης συμπεριφορά που επέδειξαν κατά το συμβάν με τους Ισίδωρο και Κωνσταντίνο Σταυράκη, ήταν αληθινά, ενώ η καταστροφή και εξαφάνιση της φωτογραφίας και της φωτογραφικής μηχανής αποτελούσε προσπάθεια συγκάλυψης του γεγονότος.
Το γεγονός αυτό καθ’ αυτό, δηλαδή η παράβαση των λιμενοφυλάκων οι οποίοι έτρωγαν σε χώρο που όφειλε να μένει ελεύθερος, όπως οι ίδιοι επανειλημμένα είχαν συστήσει στους εστιάτορες της παραλίας, μάλλον αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους των συγκεκριμένων λιμενοφυλάκων και η ηθική της απαξία δεν είναι σημαντική.
Αποτελεί όμως επιβαρυντικό στοιχείο της όλης συμπεριφοράς των μηνυτών, εφόσον για μια “ανόητη”, αψυχολόγητη και μάλλον μεμονωμένη παράβαση από μέρους τους, την οποία όφειλαν να παραδεχθούν και να δεχθούν την επίπληξη που πιθανά να τους επιβαλλόταν, προσπάθησαν να εκφοβίσουν πολίτες προκειμένου να αποσιωπηθεί το γεγονός και προέβησαν στις αναλυτικά προαναφερόμενες παραβάσεις (και μάλιστα σε θέματα που αφορούν τα όσα επιτάσσει ο νόμος στην περίπτωση σύλληψης πολιτών και διάπραξης κάποιου αδικήματος) ποια θα ήταν η αντίδραση τους αν είχαν εκτεθεί με τη συμπεριφορά τους περισσότερο και είχαν διαπράξει παράβαση από την οποία πιθανά να κινδύνευε η επαγγελματική τους καριέρα;
Ο δε προϊστάμενος του Λιμενικού Σταθμού, Νικ. Γρηγορέλλης, ο οποίος ως επικεφαλής του Λιμενοσταθμού Μήθυμνας είχε την ευθύνη να επαναφέρει στην τάξη τους λιμενοφύλακες με το να αποδώσει ευθύνες, να προβεί πιθανά σε πειθαρχικό έλεγχο και να εκτονώσει την ένταση του συμβάντος.
Αντ’ αυτού εμφανίζεται να είναι αυτός ο οποίος μάλλον πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση παράνομης συμπεριφοράς, η οποία αποσκοπούσε να καλύψει μια “ανόητη” παράβαση εκ μέρους των λιμενοφυλάκων, αλλά κλιμακώθηκε σε πράξεις οι οποίες αφορούσαν σοβαρές παραβάσεις κατά πολιτών».