Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014
Δώσε πίτες, παραγεμισμένες με φλουριά, έπειτα σπρώξε και λαχνούς με χρήμα και θα δεις πως καμαρώνει ο λαουτζίκος για τα δώρα.
Κάπως έτσι χειροκροτάμε τον Καρέλια, που άνοιξε το πορτοφόλι και μοίρασε 2,5 εκατομμύρια ευρώ στους εργαζόμενους του.
Δεν λέω κουβέντα για τη γενναιοδωρία. Στα σίγουρα δείχνει ωριμότητα και ήθος, αλλιώς τέτοια θάρρητα ούτε στο μυαλό δεν χωράνε.
Γράφουν, λοιπόν, κατεβατά για τον επιχειρηματία χαίρεται κι αυτός, που τον καλούν να αποκαλύψει το μυστικό της πράξης του. Ανέβασε κοντά στα 10% τις πωλήσεις από τα προϊόντα καπνού και δίνει ένα μερτικό στους ανθρώπους που δουλεύουν για αυτόν.
Αυτό είναι το θέμα για μας, που στα ξαφνικά ονειρευόμαστε καρέκλα και τσιγάρα στην Καλαμάτα;
Αν ο Καρέλιας έκανε δώρα Γαλοπούλες, υπολογιστές και ευρώ, κάποιοι άλλοι επιχειρηματίες, σιωπηλά κρατούν το προσωπικό με νύχια και δόντια και ας μην έγιναν ποτέ πρωτοσέλιδα. Εξακολουθούν να πληρώνουν μισθούς και ας μην κάνουν ούτε σεφτέ στο ταμείο.
Όμως, ούτε και αυτοί είναι το αληθινό θέμα.
Ας μην κοροϊδευόμαστε, ζούμε σε μια βρώμικη θάλασσα, που το μεγάλο ψάρι καταπίνει αμάσητο το μικρό.
Εμείς, οι εργαζόμενοι, είμαστε πια σαν τα καυσόξυλα, προσευχόμαστε να είμαστε στην κάτω πλευρά της ντάνας, έτσι να στεγνώσουμε τελείως (κυρίως από μυαλό) και να καούμε τον επόμενο χειμώνα. Και τσιμουδιά για όλους τους άλλους, τους καμμένους φίλους -μόνο τα τάμπλετ μας μην αγγίξουν!
Αν πάλι δεν αρπάξουμε φωτιά με τέτοια παραμύθια, θα αρχίσουν να ψεκάζουν με κουβέντες για τους κακομοίριδες ιδιωτικούς υπαλλήλους και τους άλλους, του «τυχερούς» του δημοσίου.
Δεν μπορεί, κάπου θα μας υπνωτίσουν με τους διχασμούς τους.
Το ζήτημα δεν είναι ο γιορτινός μποναμάς, ούτε με λαχεία γεμίζει το στομάχι. Αν κάτι έχουμε αληθινή ανάγκη, δεν είναι παρά οι κανόνες σε ένα τόσο άγριο περιβάλλον. Βιάστηκαν τόσο να ανακοινώσουν θανάτους και εμείς ετοιμαστήκαμε να θάψουμε τα σωματεία και τις ενώσεις. Ψόφησαν λένε οι συλλογικές συμβάσεις, βρήκαν ευκαιρία με τους ξεπουλημένους συνδικαλιστές και κατέληξαν, θα πρέπει πηγαίνουμε μοναχοί να ζητάμε τα δικαιώματα μας. Σαν τα προβατάκια, στη σειρά για τον χασάπη. Όσο για το κράτος εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος μπαταχτσής.
Μήπως θα έπρεπε να ντρεπόμαστε που είμαστε τόσο κορόϊδα;
Καταπίνουμε κάθε ανοησία και έπειτα καμαρώνουμε μασκαρεμένους Άγιους Βασίληδες, που μοιράζουν γυαλιστερά κουτιά με δώρα.
Τι θα συνέβαινε, άραγε, αν ξαφνικά βλέπαμε κρεμασμένες φωτογραφίες από εκείνους τους εργοδότες που πιέζουν, τρομοκρατούν και αφήνουν απλήρωτους για μήνες τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις τους;
Για χειροκροτήματα είμαστε πρώτοι, αλλά όταν το παρόν γδύνεται μπροστά μας, τότε αρχίζει το τρέμουλο, κλείνουμε τα μάτια και περιμένουμε τους κουρσάρους να φέρουν τις χρυσές αλυσίδες μας.
Κάπως έτσι χειροκροτάμε τον Καρέλια, που άνοιξε το πορτοφόλι και μοίρασε 2,5 εκατομμύρια ευρώ στους εργαζόμενους του.
Δεν λέω κουβέντα για τη γενναιοδωρία. Στα σίγουρα δείχνει ωριμότητα και ήθος, αλλιώς τέτοια θάρρητα ούτε στο μυαλό δεν χωράνε.
Γράφουν, λοιπόν, κατεβατά για τον επιχειρηματία χαίρεται κι αυτός, που τον καλούν να αποκαλύψει το μυστικό της πράξης του. Ανέβασε κοντά στα 10% τις πωλήσεις από τα προϊόντα καπνού και δίνει ένα μερτικό στους ανθρώπους που δουλεύουν για αυτόν.
Αυτό είναι το θέμα για μας, που στα ξαφνικά ονειρευόμαστε καρέκλα και τσιγάρα στην Καλαμάτα;
Αν ο Καρέλιας έκανε δώρα Γαλοπούλες, υπολογιστές και ευρώ, κάποιοι άλλοι επιχειρηματίες, σιωπηλά κρατούν το προσωπικό με νύχια και δόντια και ας μην έγιναν ποτέ πρωτοσέλιδα. Εξακολουθούν να πληρώνουν μισθούς και ας μην κάνουν ούτε σεφτέ στο ταμείο.
Όμως, ούτε και αυτοί είναι το αληθινό θέμα.
Ας μην κοροϊδευόμαστε, ζούμε σε μια βρώμικη θάλασσα, που το μεγάλο ψάρι καταπίνει αμάσητο το μικρό.
Εμείς, οι εργαζόμενοι, είμαστε πια σαν τα καυσόξυλα, προσευχόμαστε να είμαστε στην κάτω πλευρά της ντάνας, έτσι να στεγνώσουμε τελείως (κυρίως από μυαλό) και να καούμε τον επόμενο χειμώνα. Και τσιμουδιά για όλους τους άλλους, τους καμμένους φίλους -μόνο τα τάμπλετ μας μην αγγίξουν!
Αν πάλι δεν αρπάξουμε φωτιά με τέτοια παραμύθια, θα αρχίσουν να ψεκάζουν με κουβέντες για τους κακομοίριδες ιδιωτικούς υπαλλήλους και τους άλλους, του «τυχερούς» του δημοσίου.
Δεν μπορεί, κάπου θα μας υπνωτίσουν με τους διχασμούς τους.
Το ζήτημα δεν είναι ο γιορτινός μποναμάς, ούτε με λαχεία γεμίζει το στομάχι. Αν κάτι έχουμε αληθινή ανάγκη, δεν είναι παρά οι κανόνες σε ένα τόσο άγριο περιβάλλον. Βιάστηκαν τόσο να ανακοινώσουν θανάτους και εμείς ετοιμαστήκαμε να θάψουμε τα σωματεία και τις ενώσεις. Ψόφησαν λένε οι συλλογικές συμβάσεις, βρήκαν ευκαιρία με τους ξεπουλημένους συνδικαλιστές και κατέληξαν, θα πρέπει πηγαίνουμε μοναχοί να ζητάμε τα δικαιώματα μας. Σαν τα προβατάκια, στη σειρά για τον χασάπη. Όσο για το κράτος εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος μπαταχτσής.
Μήπως θα έπρεπε να ντρεπόμαστε που είμαστε τόσο κορόϊδα;
Καταπίνουμε κάθε ανοησία και έπειτα καμαρώνουμε μασκαρεμένους Άγιους Βασίληδες, που μοιράζουν γυαλιστερά κουτιά με δώρα.
Τι θα συνέβαινε, άραγε, αν ξαφνικά βλέπαμε κρεμασμένες φωτογραφίες από εκείνους τους εργοδότες που πιέζουν, τρομοκρατούν και αφήνουν απλήρωτους για μήνες τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις τους;
Για χειροκροτήματα είμαστε πρώτοι, αλλά όταν το παρόν γδύνεται μπροστά μας, τότε αρχίζει το τρέμουλο, κλείνουμε τα μάτια και περιμένουμε τους κουρσάρους να φέρουν τις χρυσές αλυσίδες μας.