ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΜΑΣ!

ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΜΑΣ!

To PEIRATIKO REPORTAZ ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ!

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Ανατριχιαστική μαρτυρία πρόσφυγα από τη Συρία που έχει πέσει τρεις φορές θύμα παράνομης επαναπροώθησης στην Τουρκία!

Πέμπτη, 21 Νοέμβριος 2013 

"Η Εφημερίδα Των Συντακτών| 

www.entoloi.gr

αναδημοσίευση


Η «Εφ.Συν.» φέρνει στο φως τη συγκλονιστική μαρτυρία
 Σύρου πρόσφυγα που έπεσε την περασμένη εβδομάδα θύμα παράνομης επιχείρησης επαναπροώθησης στην Τουρκία. Πρόκειται για έναν 34χρονο, πατέρα δύο παιδιών, μέλος της ομάδας των 150 Σύρων προσφύγων που τα ίχνη τους χάθηκαν στην

Ορεστιάδα την Τρίτη, 12 Νοεμβρίου.
Οπως γράψαμε βασισμένοι σε μαρτυρίες ανθρώπων που μίλησαν μαζί τους, περίπου οι μισοί πρόσφυγες της ομάδας είχαν επαναπροωθηθεί βίαια και βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα, ο 34χρονος Σύρος, με τον οποίο μιλήσαμε τηλεφωνικά, αποκαλύπτει τι συνέβη εκείνο το βράδυ. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και με καταγγελίες διεθνών οργανώσεων και οργανισμών, παράνομες επιχειρήσεις επαναπροώθησης γίνονται εδώ και χρόνια σχεδόν καθημερινά, τόσο στα χερσαία σύνορα στον Εβρο όσο και στα θαλάσσια στο Αιγαίο. Φαίνεται ότι ο φράχτης στον Εβρο δεν φτάνει για να επιτευχθεί η «μηδενική» μεταναστευτική ροή στα χερσαία σύνορα, για την οποία επαίρεται ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, ενώ οι θάνατοι μεταναστών και προσφύγων στο Αιγαίο ξεπερνούν τους εκατό. Παρά τον κίνδυνο της ζωής τους, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες επιχειρούν να διασχίσουν τα σύνορα ξανά και ξανά, καθώς στη χώρα τους αντιμετωπίζουν πολέμους και άθλιες συνθήκες ζωής.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Τρεις φορές με έχουν γυρίσει πίσω από την Ελλάδα. Η πρώτη ήταν πριν από πέντε μήνες. Προσπαθήσαμε να έρθουμε οικογενειακώς από τη θάλασσα. Εγώ, η γυναίκα μου και τα δυο μου παιδιά. Ηρθαν αστυνομικοί με βάρκες, μας συνόδεψαν μέχρι την τουρκική πλευρά και τρύπησαν τη βάρκα μας. Είχαμε μέσα αρρώστους και παιδιά. Μας βρήκε το τουρκικό λιμενικό και μας βοήθησε.

Η δεύτερη φορά ήταν στις 5 Νοεμβρίου. Περάσαμε στον Εβρο τα σύνορα και περπατούσαμε. Περνούσαν δίπλα μας αυτοκίνητα, κάποιοι μας έδωσαν φαγητό. Θα 'χαμε περπατήσει δέκα χιλιόμετρα όταν φάνηκε η αστυνομία. Ηταν 10 το βράδυ. «Ηρθαμε για να ξεφύγουμε από τον πόλεμο», τους λέγαμε. «Δεν έχετε δουλειά εδώ, πρέπει να φύγετε», μας έλεγαν. Μας έβαλαν σ' ένα μεγάλο φορτηγό, πενήντα ανθρώπους τον ένα πάνω στον άλλο. Φωνάζαμε, εκλιπαρούσαμε για βοήθεια. Είχαμε μαζί μας γυναίκες, παιδιά, μωρά. Μας έβαλαν σε αυτοκίνητα, οδήγησαν μέχρι το ποτάμι και μας άφησαν κλεισμένους μέσα, πέντε, έξι ώρες. Μας έβγαλαν, μας πήραν τσάντες και κινητά και τα πέταξαν στο ποτάμι. Εβρεχε και περιμέναμε χωρίς κάλυμμα μέσα στη βροχή. Ουρλιάζαμε. Δεν ξέραμε πού μας πάνε και τι θα μας συμβεί. Γύρω στις δύο- τρεις τη νύχτα, μας έβαλαν σε μια βάρκα και μας έστειλαν πίσω. Οταν ξημέρωσε, ήμασταν στην τουρκική πλευρά.

Η τρίτη φορά ήταν στις 12 Νοεμβρίου. Ημασταν πολλοί, εκατόν πενήντα άτομα, όλοι από τη Συρία. Μαζί μας γυναίκες, είκοσι δύο παιδιά κι έξι μωρά, μικρότερα από ενός έτος. Περάσαμε τα σύνορα και περπατούσαμε πάνω στο δρόμο. Ρωτούσαμε όποιον βρίσκαμε πού είναι η αστυνομία να παραδοθούμε. Φτάσαμε στο χωριό Πράγγι. Ενας από μας μιλούσε καλά ελληνικά και μας διάβαζε τις πινακίδες. Μαζευτήκαμε μια μεγάλη ομάδα στην αυλή της εκκλησίας, άλλοι είχαν μείνει έξω από το χωριό, κοντά στο ποτάμι. Ζητούσαμε βοήθεια, δεν φάνηκε κανείς. Ισως μας φοβόντουσαν. Δυο-τρεις ώρες μετά, έφτασε η αστυνομία και τότε ξεμύτισαν μερικοί χωριανοί. Οι αστυνομικοί ήταν πολλοί, σαράντα–πενήντα. Μας ρώτησαν: «Τι θέλετε;» Είπαμε: «Να πάμε στο κέντρο υποδοχής». «Εντάξει», είπαν, «θα σας πάμε». Αλλά μας είπαν ψέματα.

Μαζί μας ήταν μια οικογένεια, ένα ανδρόγυνο με δύο κόρες. Ο άντρας είπε στους αστυνομικούς: «Βοηθήστε μας, έχω την οικογένειά μου μαζί». Ορκίζομαι στο Θεό, δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου άνθρωπο να τρώει τόσο ξύλο. Τον έριξαν κάτω και του πατούσαν το κεφάλι, τον κλοτσούσαν, τον χτυπούσαν με τη λαβή του όπλου. Αυτό κράτησε μισή ώρα. Επειτα άρχισαν να κλοτσάνε τη γυναίκα. Υστερα πήραν γυμνά καλώδια και τους χτυπούσαν μ' αυτά. Ορκίζομαι, ήταν Ελληνες αστυνομικοί. Τότε, άρχισαν με μας. Μας χτυπούσαν τον έναν μετά τον άλλο μέχρι που έφτασαν τα αυτοκίνητα.

Τους ξαναρωτήσαμε: «Θα μας πάτε στο στρατόπεδο;» Απάντησαν: «Ναι, μπείτε μέσα». Εκλεισαν πόρτες και παράθυρα, δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Φτάσαμε μέχρι τα σύνορα. Μπροστά μας, από την άλλη πλευρά, ήταν το τουρκικό στρατόπεδο. Ερχονταν όλο και περισσότεροι αστυνομικοί, μέχρι που μαζεύτηκαν εξήντα-εβδομήντα. Κάποιοι φορούσαν πολιτικά, άλλοι σκούρα μπλε στολή. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα. Μιλούσαν ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά. Και κρατούσαν κοντάρια. Καταλάβαμε τι μας περίμενε. Ενα μέρος τους επέβλεπε εμάς, ένα άλλο κοίταζε στην τουρκική πλευρά να δει πότε θα φύγουν οι Τούρκοι στρατιώτες για να μας στείλουν πίσω, και δώδεκα είχαν πάρει τα κοντάρια και μας χτυπούσαν. Δεν τους ένοιαζε πού - στην πλάτη, στα πόδια, ακόμα και κατευθείαν στο κεφάλι.

Επειτα έψαξαν τις τσάντες μας και πήραν χρήματα και κινητά. «Θα σας τα δώσουμε πίσω», έλεγαν. Είχα φυλάξει καλά μέσα στην τσάντα 300 ευρώ να μη βραχούν. Τα βρήκαν και τα πήραν. Μου πήραν το διαβατήριο. Μου πήραν το κινητό. Επειτα πέταξαν την τσάντα στο ποτάμι. Αρχισαν να μας βάζουν σε μια βάρκα, ανά τριάντα. Σε όποιον αρνούνταν, του έβαζαν το πιστόλι στο κεφάλι και φώναζαν: «Μέσα! Μέσα!» Γλίστρησα κι έπεσα στο ποτάμι, δεν ξέρω να κολυμπάω. Με τράβηξαν οι δικοί μου και με ανέβασαν. Οι αστυνομικοί απλά κοιτούσαν.

Μας βρήκε η τουρκική αστυνομία στις 10 το πρωί. Ημασταν 134, μας συνέλαβαν όλους. Από όσους είχαμε ξεκινήσει, έλειπαν δεκάξι. Ανάμεσά τους, μια οικογένεια εννιά Αρμένιων που ζούσαν στη Συρία. Τρεις άντρες, τρεις γυναίκες και τρία παιδιά. Δεν ξέρει κανείς τι τους έχει συμβεί. Εμάς τους υπόλοιπους μας έδωσαν να φάμε καλά, μας έδωσαν νερό, μας έδωσαν ζεστά σκεπάσματα να κοιμηθούμε, μέχρι να έρθουν τα αυτοκίνητα να μας πάρουν για την Κωνσταντινούπολη.

Χτες κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να περπατήσω. Ακόμα και σήμερα, μια βδομάδα μετά, με πονάει η πλάτη μου. Ομως θα το ξανακάνω το ταξίδι. Δεν έχω άλλη επιλογή. Πίσω μου υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Θέλω να στείλω ένα μήνυμα. Θέλω να φτάσει οπωσδήποτε στον κόσμο. Μέχρι πότε θα θυσιαζόμαστε; Μέχρι πότε θα κοιτάζουν όλοι αδιάφοροι; Αρκετά με το αίμα των Σύρων που χάνεται άδικα. Δεν με νοιάζει να πεθάνω, είμαι 34 χρόνων. Αλλά υπάρχουν γυναίκες, οικογένειες, παιδιά. Αυτά σκέφτομαι. Ο ουρανός της Συρίας δεν είναι πια μπλε, είναι κόκκινος από το αίμα. Γι' αυτό παίρνουμε τα παιδιά μας και κάνουμε το ταξίδι. Μην αφήσετε να γίνουν χειρότερα τα πράγματα.