ΠΗΓΗ: εφ. "ΕΘΝΟΣ"
του Γιώργου Δελαστίκ
Δύο τρεις κουβέντες, πάντα πολιτικού περιεχομένου, αλλάζαμε, κάποτε που τύχαινε να συναντηθούμε στην εφημερίδα με τον Αχιλλέα. Δεν πρόκειται να το επαναλάβουμε ποτέ, γιατί πριν χαράξει η μέρα χτες, το σκοτάδι του θανάτου άρπαξε βίαια και για πάντα τον Αχιλλέα.
Γύρω στις τέσσερις η ώρα πριν το χάραμα, έχοντας τελειώσει τη βάρδιά του στην εφημερίδα όπου ήταν νυχτερινός συντάκτης ύλης, πήγαινε στην κατειλημμένη από τους εργαζόμενους ΕΡΤ για να τους συμπαρασταθεί. Ακριβώς εκεί, στη Μεσογείων, έξω από την ΕΡΤ, καθώς διέσχιζε πεζός τον δρόμο για να περάσει απέναντι και να μπει στο ραδιομέγαρο, το νήμα της ζωής του κόπηκε από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου. «Ανδρας 39 ετών νεκρός από τροχαίο δυστύχημα» – κάπως έτσι θα περιγραφεί το περιστατικό.
Ψυχρά. Αποστειρωμένα. Χωρίς σύνδεση με την ΕΡΤ, το κλείσιμό της από την κυβέρνηση, την κατάληψή της από τους εργαζόμενους, την αλληλεγγύη προς εκείνους που μάχονται, τον ιδιαίτερο ρόλο κάποιων πρωτοπόρων προοδευτικών ανθρώπων στην έκφραση της συμπαράστασης προς εκείνους που αγωνίζονται να σώσουν τη δουλειά τους. Ο Αχιλλέας ανήκε σε αυτούς τους ανθρώπους, αυτό το γνωρίζαμε σχεδόν όλοι στο «Εθνος» και όχι μόνο στην εφημερίδα. Δεν υπήρχε κοινωνικός αγώνας που να μην τρέξει να συμμετάσχει. Δεν υπήρχε διαδήλωση προοδευτικού χαρακτήρα που να μην πάρει μέρος.
Μόλις ερχόταν στην εφημερίδα, οι συνάδελφοι με την πρώτη ματιά καταλάβαιναν αν έπεσαν ή όχι δακρυγόνα στη διαδήλωση από το αν τα μάτια του Αχιλλέα ήταν κόκκινα ή όχι – γιατί ποτέ δεν βρισκόταν στα «ασφαλή μετόπισθεν». Πάντα στην πρώτη γραμμή. Την πολιτικοποίηση του Αχιλλέα και την ανιδιοτελή συμμετοχή του στους κοινωνικούς αγώνες την ξέραμε ακόμη και όσοι απλώς τον γνωρίζαμε. Το τρομερό γεγονός του θανάτου του όμως άφησε όλη την εφημερίδα αποσβολωμένη, καθώς μάθαμε αυτό που ίσως γνώριζαν ελάχιστοι φίλοι του. Πόσο μόνος έζησε αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος έφυγε μόνος πάνω στον ανθό της ζωής του, την ώρα που πήγαινε να κάνει για μία ακόμη φορά αυτό στο οποίο την είχε αφιερώσει: να δείξει με την παρουσία του την αλληλεγγύη του σε εργαζόμενους που βρίσκονται σε κινητοποίηση. Δεν είχε δική του οικογένεια, δεν είχε αδέλφια, δεν είχε γονείς.
Δεν υπήρχε κανένας συγγενής να καλέσει η αστυνομία για να κάνει αναγνώριση του νεκρού. Κλήθηκε συνάδελφος από την εφημερίδα να εκπληρώσει αυτό το βαρύ καθήκον, αλλά προηγήθηκε ο διασώστης υπηρεσίας της ΕΡΤ, ο οποίος αναγνώρισε φυσικά τον Αχιλλέα που κάθε μέρα σχεδόν ήταν κοντά τους. Ομολογώ ότι αισθάνθηκα ρίγος όταν άκουσα σοκαρισμένο συνάδελφο να διηγείται κάτι που είχε ακούσει τον Αχιλλέα να λέει κάποτε: «Αν χάσω τη δουλειά μου, δεν θα έχω ούτε ένα πιάτο φαΐ να φάω!» Μόλις τώρα συνειδητοποιήσαμε όλοι ότι αυτό δεν ήταν σχήμα λόγου, αλλά δωρική περιγραφή της πραγματικότητας. Δεν υπήρχε ούτε μάνα, ούτε αδερφή, ούτε γιαγιά, ούτε πατέρας, ούτε αδερφός, ούτε παππούς να του βάλει ένα πιάτο φαΐ να φάει. Ο Αχιλλέαςκαταλάβαινε πολύ καλύτερα από τον καθένα μας γιατί έπρεπε να πάει να συμπαρασταθεί στους εργαζόμενους που αγωνίζονται να κρατήσουν τις δουλειές τους ή να βελτιώσουν τη ζωή τους. Αυτός ήξερε.
Εμείς δεν ξέραμε το μεγαλείο της ψυχής του για να προλάβουμε να του εκφράσουμε ταπεινά την εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη μας όσο ήταν ζωντανός. Το σημαντικό για τον Αχιλλέα ήταν ότι τη σύντομη ζωή του τηνέζησε γεμάτος από «τον έπαινο του δήμου» που λέει κι ο ποιητής, γιατί τα πλούτη του Αχιλλέα ήταν τα αισθήματα ευγνωμοσύνης κι ελπίδας που έβλεπε στα μάτια εκείνων των εργαζομένων στους οποίουςσυμπαραστεκόταν κυριολεκτικά κάθε μέρα.
Η μνήμη του Αχιλλέα θα είναι ένα ακόμη άσβεστο κερί σε κάθε διαδήλωση. Μία ακόμη κραυγή που θα απαιτεί κοινωνική δικαιοσύνη. Ενας ακοίμητος «μετρητής συνειδήσεως» για όσους τον γνώρισαν και θέλουν να συνεισφέρουν στους κοινωνικούς αγώνες.
Ο ίδιος δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Οσοι θέλουν, μπορούν να τον τοποθετήσουν στις συνειδήσεις τους. Πρέπει όμως να έχουν υπόψη τους όσοι το αποφασίσουν αυτό, ότι οι Αχιλλείς αυτού του τύπου δεν αφήνουν ποτέ κανέναν να κοιμάται ήσυχος τον ύπνο του δικαίου όσο γύρω μαςεπικρατεί κοινωνική αδικία!