Απείλησαν να συλλάβουν αστυνομικό συντάκτη!
Μιχάλης Λαγάνης έστειλε στο "Ποντίκι"
την καταγγελία του για την πρωτοφανή αστυνομική συμπεριφορά αστυνομικών
σε βάρος του.
Και όπως ο ίδιος λέει, τον ενημέρωσαν πως αν δεν ήταν
δημοσιογράφος θα του είχαν περάσει ήδη χειροπέδες! Αν μπορούν πια να
κάνουν τέτοια στους διαπιστευμένους συντάκτες του υπουργείου δημόσιας
τάξης, φανταζόμαστε όλοι τι ακριβώς κάνουν στους πολίτες....
Την Τετάρτη το μεσημέρι στην οδό Κύπρου στο Μενίδι, όπου βρέθηκα για
να καλύψω μικροεπεισόδια σε καταυλισμό Αθίγγανων που επρόκειτο να
κατεδαφιστεί από υπηρεσίες της Περιφέρειας Αττικής, είχα τη δυσάρεστη
εμπειρία να διαπιστώσω τη «σκοτεινή» πλευρά του νόμου. Μια φασιστική
συμπεριφορά και νοοτροπία, θύματα της οποίας φοβάμαι πως πέφτουν
καθημερινά αρκετοί ανώνυμοι συμπολίτες μας, τα λεγόμενα των οποίων εμείς
οι δημοσιογράφοι πολλές φορές χαρακτηρίζουμε «υπερβολές».
Να λοιπόν που οι «υπερβολές» αποδείχθηκαν κάτι παραπάνω από αληθινές.
Έχοντας ολοκληρώσει το ρεπορτάζ και αποχωρώντας με φωνάζει ο επικεφαλής μιας διμοιρίες ΟΠΚΕ λέγοντας μου: «Ε, ψηλέ! Εσύ με το κινητό. Πήγαινε εκεί που θέλουν να σου μιλήσουν κάποιοι κύριοι... Και μη μου βγάλεις καμία ταυτότητα δημοσιογράφου γιατί σε μένα δεν περνούν αυτά».
Δίχως να φέρω αντίρρηση πηγαίνω στους επικεφαλής που στέκονται φορώντας πολιτικά μπροστά από ένα μπλε βαν, επί της οδού Κύπρου.
Βγάζω και τους επιδεικνύω την ταυτότητα διαπιστευμένου αστυνομικού συντάκτη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και Δημόσιας Τάξης, για να εισπράξω το χλευασμό του διμοιρίτη και των επικεφαλής του οι οποίοι μου λένε ότι «αυτή είναι πλαστή και δεν τους λέει τίποτα».
Τους ρωτάω να μου πουν το λόγο για τον οποίο με σταμάτησαν και υποστηρίζουν ότι βιντεοσκόπησα και φωτογράφησα πρόσωπα αστυνομικών.
Όταν δε τους είπα ότι μπορούν να ελέγξουν το κινητό μου τηλέφωνο, παρότι δεν ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω, αρνήθηκαν. Όπως επίσης αρνήθηκαν να μου δώσουν τα στοιχεία τους.
Λίγα λεπτά μετά κατέφθασε ο «κύριος Διευθυντής», από τον οποίο ζήτησα ευγενικά να μου εξηγήσει τους λόγους του ελέγχου.
Μου απάντησε ότι, αφού υποστηρίζω ότι είμαι Αστυνομικός Συντάκτης, γνωρίζω για ποιο λόγο διενεργείται ο έλεγχος και να μην αντιμιλώ στους αστυνομικούς γιατί θα μου περάσει χειροπέδες! Μου τόνισε μάλιστα πως, αν δεν ήμουν δημοσιογράφος, θα μου είχαν περάσει ήδη χειροπέδες.
Ένας υφιστάμενός του δε με «παρότρυνε» οποιαδήποτε παράπονα έχω να τα δηλώσω στο τοπικό αστυνομικό τμήμα!
Αναγκάστηκα να τους δώσω και την αστυνομική μου ταυτότητα ζητώντας εγώ ο ίδιος να προχωρήσουν σε εξακρίβωση στοιχείων.
Αυτό το θέατρο του παραλόγου συνεχίστηκε έως ότου κάλεσα στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ζητώντας αρχικά το διευθυντή του γραφείου και εν συνεχεία τον εκπρόσωπο τύπου της ΕΛ.ΑΣ.
Μόνο όταν ανέφερα το όνομα ενός ανώτατου αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ., λέγοντας ότι τον «παίρνω αμέσως τηλέφωνο», τα «όργανα της τάξης» φάνηκαν να αιφνιδιάζονται και επιστρέφοντάς μου τις ταυτότητες μου είπαν να πάω «στην ευχή του Θεού».
Δεκατρία χρόνια στο επάγγελμα και έχοντας έρθει αρκετές φορές σε αντιπαράθεση εν ώρα εργασίας με τις διωκτικές αρχές, σε ακραίες συνθήκες έντασης, που τα πνεύματα είναι οξυμένα ένθεν κακείθεν, πρώτη φορά βρέθηκα αντιμέτωπος με ανάλογη φασιστική συμπεριφορά.
Σέβομαι το ρόλο και το έργο που επιτελεί ο Αστυνομικός από τον κατώτερο έως τον ανώτερο βαθμό.
Όπως αντιλαμβάνομαι τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες καλείται να τελέσει την υπηρεσία του.
Επειδή όμως μια λαϊκή ρήση λέει πως «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά», γι’ αυτό αποφάσισα να καταγγείλω επωνύμως το συγκεκριμένο συμβάν.
Σε σεβασμό στον αστυνομικό, ο οποίος καθημερινά τιμά τη στολή του, αλλά η συμπεριφορά μιας θλιβερής μειοψηφίας συναδέλφων του τον προσβάλλει.
Να λοιπόν που οι «υπερβολές» αποδείχθηκαν κάτι παραπάνω από αληθινές.
Έχοντας ολοκληρώσει το ρεπορτάζ και αποχωρώντας με φωνάζει ο επικεφαλής μιας διμοιρίες ΟΠΚΕ λέγοντας μου: «Ε, ψηλέ! Εσύ με το κινητό. Πήγαινε εκεί που θέλουν να σου μιλήσουν κάποιοι κύριοι... Και μη μου βγάλεις καμία ταυτότητα δημοσιογράφου γιατί σε μένα δεν περνούν αυτά».
Δίχως να φέρω αντίρρηση πηγαίνω στους επικεφαλής που στέκονται φορώντας πολιτικά μπροστά από ένα μπλε βαν, επί της οδού Κύπρου.
Βγάζω και τους επιδεικνύω την ταυτότητα διαπιστευμένου αστυνομικού συντάκτη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και Δημόσιας Τάξης, για να εισπράξω το χλευασμό του διμοιρίτη και των επικεφαλής του οι οποίοι μου λένε ότι «αυτή είναι πλαστή και δεν τους λέει τίποτα».
Τους ρωτάω να μου πουν το λόγο για τον οποίο με σταμάτησαν και υποστηρίζουν ότι βιντεοσκόπησα και φωτογράφησα πρόσωπα αστυνομικών.
Όταν δε τους είπα ότι μπορούν να ελέγξουν το κινητό μου τηλέφωνο, παρότι δεν ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω, αρνήθηκαν. Όπως επίσης αρνήθηκαν να μου δώσουν τα στοιχεία τους.
Λίγα λεπτά μετά κατέφθασε ο «κύριος Διευθυντής», από τον οποίο ζήτησα ευγενικά να μου εξηγήσει τους λόγους του ελέγχου.
Μου απάντησε ότι, αφού υποστηρίζω ότι είμαι Αστυνομικός Συντάκτης, γνωρίζω για ποιο λόγο διενεργείται ο έλεγχος και να μην αντιμιλώ στους αστυνομικούς γιατί θα μου περάσει χειροπέδες! Μου τόνισε μάλιστα πως, αν δεν ήμουν δημοσιογράφος, θα μου είχαν περάσει ήδη χειροπέδες.
Ένας υφιστάμενός του δε με «παρότρυνε» οποιαδήποτε παράπονα έχω να τα δηλώσω στο τοπικό αστυνομικό τμήμα!
Αναγκάστηκα να τους δώσω και την αστυνομική μου ταυτότητα ζητώντας εγώ ο ίδιος να προχωρήσουν σε εξακρίβωση στοιχείων.
Αυτό το θέατρο του παραλόγου συνεχίστηκε έως ότου κάλεσα στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ζητώντας αρχικά το διευθυντή του γραφείου και εν συνεχεία τον εκπρόσωπο τύπου της ΕΛ.ΑΣ.
Μόνο όταν ανέφερα το όνομα ενός ανώτατου αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ., λέγοντας ότι τον «παίρνω αμέσως τηλέφωνο», τα «όργανα της τάξης» φάνηκαν να αιφνιδιάζονται και επιστρέφοντάς μου τις ταυτότητες μου είπαν να πάω «στην ευχή του Θεού».
Δεκατρία χρόνια στο επάγγελμα και έχοντας έρθει αρκετές φορές σε αντιπαράθεση εν ώρα εργασίας με τις διωκτικές αρχές, σε ακραίες συνθήκες έντασης, που τα πνεύματα είναι οξυμένα ένθεν κακείθεν, πρώτη φορά βρέθηκα αντιμέτωπος με ανάλογη φασιστική συμπεριφορά.
Σέβομαι το ρόλο και το έργο που επιτελεί ο Αστυνομικός από τον κατώτερο έως τον ανώτερο βαθμό.
Όπως αντιλαμβάνομαι τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες καλείται να τελέσει την υπηρεσία του.
Επειδή όμως μια λαϊκή ρήση λέει πως «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά», γι’ αυτό αποφάσισα να καταγγείλω επωνύμως το συγκεκριμένο συμβάν.
Σε σεβασμό στον αστυνομικό, ο οποίος καθημερινά τιμά τη στολή του, αλλά η συμπεριφορά μιας θλιβερής μειοψηφίας συναδέλφων του τον προσβάλλει.