αναδημοσίευση
Αυτό απέδειξε, ακόμα μια φορά, η ομιλία
της υφυπουργού Υγείας, Φ. Σκοπούλη, εκ μέρους της κυβέρνησης, στη
συνεδρίαση της Βουλής για την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας. Το στέλεχος
της ΔΗΜΑΡ έθεσε τις γυναίκες στο στόχαστρο της διαθεσιμότητας,
προτείνοντας να δίνεται «άδεια» στις εργαζόμενες που γίνονται μητέρες,
που να ξεκινά αμέσως μετά τον τοκετό και να διαρκεί τρία χρόνια.
Συνέδεσε την «άδεια» αυτή με την «οικονομική δυσπραγία» που υπάρχει και
την «ανάγκη να μειωθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι» και πρότεινε «οι νεαρές
γυναίκες που είναι στο Δημόσιο και θέλουν να τεκνοποιήσουν να μείνουν
για μεγαλύτερο διάστημα στο σπίτι τους». Η συγκυβέρνηση δεν αρκείται να
σπρώξει τις εργαζόμενες στη διαθεσιμότητα και την απόλυση, αλλά
προβάλλει ως αποκλειστικά ατομική τους ευθύνη τη φροντίδα των παιδιών
μέχρι να συμπληρώσουν τα τρία τους χρόνια, με στόχο να απαλλαχθεί το
κράτος από την υποχρέωση να εξασφαλίζει μέτρα προστασίας της μητρότητας
και βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Η υφυπουργός, προκειμένου να «χρυσώσει» στις εργαζόμενες το χάπι, πρόσθεσε πως «πιθανόν να παίρνουν μισό μισθό, αλλά να έχουν τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στα ελληνικά προϊόντα διατροφής σε μισή τιμή για τρία χρόνια από τότε που γεννούν με ένα voucher, με μία κάρτα». Η συμβολή της «κυβερνώσας αριστεράς» δεν περιορίζεται μόνο στον εξωραϊσμό των απολύσεων, αλλά αποδεικνύεται σημαντική στη διάδοση αντιδραστικών απόψεων, όπως φαίνεται από το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται η πρόταση.
Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της η Φ. Σκοπούλη έθεσε τη «βιολογία»: «Η βιολογία της γυναίκας μάνας είναι μοναδική. Δεν μπορεί να αντικατασταθεί», ανέφερε. Δε βρήκε όμως ούτε μια κουβέντα να πει για την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση της Υγείας, για τις προληπτικές εξετάσεις που στερούνται οι γυναίκες, για το κόστος του προγεννητικού ελέγχου, της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Δεν μπήκε στον κόπο να σχολιάσει κατά πόσο σέβονται τις ιδιαίτερες ανάγκες του γυναικείου οργανισμού οι εργοδότες που δεν τηρούν κανένα μέτρο για την προστασία του στους χώρους δουλειάς, αλλά και το κράτος, που χορηγεί επίδομα τοκετού μόνο στις γυναίκες που γεννούν στο σπίτι, επιβάλλει διπλάσια νοσήλια στα δημόσια μαιευτήρια για τις μετανάστριες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, κλείνει την πόρτα των νοσοκομείων σε χιλιάδες ανασφάλιστες γυναίκες.
Αντί γι' αυτά, διέγνωσε πως το πρόβλημα είναι ότι «δεν ασχολείται η μάνα με το παιδί και έτσι παραβιάζεται η φύση μας».
Κι αυτό σε μια περίοδο που τα κρούσματα υποσιτισμού στα σχολεία έχουν γίνει καθημερινότητα και η κυβέρνηση δεν έχει πάρει την παραμικρή πρωτοβουλία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Απάντηση στα επιχειρήματα και στις προτάσεις που εκφράζει η κυβέρνηση, μέσω της Φ. Σκοπούλη, δίνει η πείρα από τις κατακτήσεις που γνώρισαν οι εργαζόμενες στο σοσιαλισμό. Το σοσιαλιστικό κράτος εξασφάλισε στις γυναίκες συνθήκες που τους επέτρεπαν να συνδυάσουν την παραγωγική και κοινωνική δραστηριότητα με τη μητρότητα και την ανατροφή των παιδιών. Για παράδειγμα, ειδική νομοθεσία προέβλεπε την προστασία της εργασίας των γυναικών, ιδιαίτερα την περίοδο της εγκυμοσύνης. Χορηγούνταν πληρωμένη άδεια εγκυμοσύνης και τοκετού. Οι νέοι γονείς δέχονταν βοήθεια για τη φροντίδα του παιδιού τους, ακόμα και με επισκέψεις εξειδικευμένου προσωπικού στο σπίτι τους. Οι μητέρες δικαιούνταν ένα διάλειμμα 30 λεπτών κάθε 3 ώρες εργασίας, χωρίς καμία μείωση των αποδοχών τους, προκειμένου να θηλάσουν το παιδί τους που βρισκόταν σε παιδικό σταθμό κοντά στην εργασία τους. Τα εστιατόρια στους χώρους δουλειάς ετοίμαζαν για τις εγκύους φαγητό κατάλληλο ώστε να καλύπτει τις ιδιαίτερες διατροφικές τους ανάγκες, ενώ το ίδιο έκαναν οι παιδικοί σταθμοί και τα σχολεία για τα παιδιά.
Οι αντιφάσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στη μητρότητα και την εργασία δεν έχουν αιτία τη βιολογία των γυναικών αλλά την κοινωνία και τις σχέσεις παραγωγής πάνω στις οποίες βασίζεται. Η «φύση» και η «βιολογία» της γυναίκας και της μάνας δεν έχουν τίποτα ασυμβίβαστο με την εργασία. Στις συνθήκες όμως της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης η γυναικεία ανεργία επενδύεται ιδεολογικά με αντιδραστικές απόψεις, που οριοθετούν το πεδίο ευθύνης της γυναίκας στην ανατροφή των παιδιών, στην οικογένεια και το νοικοκυριό, αντιλήψεις που αναβιώνουν και αναπαράγονται και σήμερα. Ο συνδυασμός του δικαιώματος στη μητρότητα και την ουσιαστική προστασία της και στη σταθερή δουλειά με δικαιώματα απαιτεί η παραγωγή να οργανωθεί με βάση την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων και των οικογενειών τους και όχι το κέρδος και την «ανταγωνιστικότητα» των μονοπωλίων. Προϋποθέτει η ανατροφή των παιδιών να πάψει να θεωρείται ευθύνη της οικογένειας και κυρίως της γυναίκας, να γίνει υπόθεση της κοινωνίας, να στηριχθεί με υποδομές και υπηρεσίες, με συνδυασμένα κοινωνικά και εργασιακά μέτρα.
Η πάλη για ουσιαστική προστασία της μητρότητας, μέσα από τα σωματεία, τους Συλλόγους και τις Ομάδες της ΟΓΕ, τις Λαϊκές Επιτροπές, χρειάζεται να ενταθεί με μια σειρά αιτήματα: Αδεια μητρότητας, δύο μήνες πριν και έξι μετά τον τοκετό, με πλήρη μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, για όλες τις εργαζόμενες στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Επίδομα τοκετού ύψους 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Δωρεάν τοκετός για όλες τις γυναίκες, για τις ανασφάλιστες και τις μετανάστριες. Δημόσιοι, δωρεάν και ασφαλείς βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί που θα καλύπτουν τις ανάγκες όλων των παιδιών των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων, των ανέργων.
«Αδεια» - προθάλαμος για την ανεργία
Η
κυβέρνηση επιδιώκει να μετατρέψει τις γυναίκες σε μοχλό για να
προωθήσει το μέτρο της εφεδρείας και να αμβλύνει τις αντιδράσεις των
εργαζομένων, παρουσιάζοντας τη διαθεσιμότητα λίγο - πολύ ως «παροχή» για
τη μητρότητα. Συμβολή στον αποπροσανατολισμό είχαν και αρκετά Μέσα
Μαζικής Ενημέρωσης. Ασκησαν κριτική ότι η πρόταση αφορά μόνο τις
εργαζόμενες στο Δημόσιο και αγνοεί τις γυναίκες που δουλεύουν στον
ιδιωτικό τομέα, με στόχο να καλλιεργήσουν την αντιπαράθεση ανάμεσα στις
εργαζόμενες και να αποπροσανατολίσουν από τον πραγματικό στόχο της
πρότασης, που δεν είναι η προστασία της μητρότητας αλλά η διευκόλυνση
των απολύσεων των δημοσίων υπαλλήλων.Η υφυπουργός, προκειμένου να «χρυσώσει» στις εργαζόμενες το χάπι, πρόσθεσε πως «πιθανόν να παίρνουν μισό μισθό, αλλά να έχουν τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στα ελληνικά προϊόντα διατροφής σε μισή τιμή για τρία χρόνια από τότε που γεννούν με ένα voucher, με μία κάρτα». Η συμβολή της «κυβερνώσας αριστεράς» δεν περιορίζεται μόνο στον εξωραϊσμό των απολύσεων, αλλά αποδεικνύεται σημαντική στη διάδοση αντιδραστικών απόψεων, όπως φαίνεται από το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται η πρόταση.
Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της η Φ. Σκοπούλη έθεσε τη «βιολογία»: «Η βιολογία της γυναίκας μάνας είναι μοναδική. Δεν μπορεί να αντικατασταθεί», ανέφερε. Δε βρήκε όμως ούτε μια κουβέντα να πει για την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση της Υγείας, για τις προληπτικές εξετάσεις που στερούνται οι γυναίκες, για το κόστος του προγεννητικού ελέγχου, της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Δεν μπήκε στον κόπο να σχολιάσει κατά πόσο σέβονται τις ιδιαίτερες ανάγκες του γυναικείου οργανισμού οι εργοδότες που δεν τηρούν κανένα μέτρο για την προστασία του στους χώρους δουλειάς, αλλά και το κράτος, που χορηγεί επίδομα τοκετού μόνο στις γυναίκες που γεννούν στο σπίτι, επιβάλλει διπλάσια νοσήλια στα δημόσια μαιευτήρια για τις μετανάστριες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, κλείνει την πόρτα των νοσοκομείων σε χιλιάδες ανασφάλιστες γυναίκες.
Αντί γι' αυτά, διέγνωσε πως το πρόβλημα είναι ότι «δεν ασχολείται η μάνα με το παιδί και έτσι παραβιάζεται η φύση μας».
Φορτώνουν βάρη και ενοχές τις γυναίκες
Από
την τοποθέτηση της υφυπουργού δεν έλειψαν οι αναλύσεις για τα
πλεονεκτήματα του θηλασμού αλλά και οι επιπλήξεις στις μητέρες: «Το
ποσοστό των Ελληνίδων που θηλάζουν για έξι μήνες τουλάχιστον είναι κάτω
από 6%. Θα πει κανείς, "εντάξει, πρέπει να δουλεύω και δεν μπορώ να
θηλάζω, θα χάσω την καριέρα μου"», είπε ανάμεσα σε άλλα και κατέληξε στο
συμπέρασμα πως «ο θηλασμός είναι δική μας ιστορία. Δεν επιβάλλεται ούτε
απ' το κράτος ούτε από κανένα». Οι συμβουλές αυτές μπορεί να έχουν
αποδέκτες τις γυναίκες της αστικής τάξης, σίγουρα όμως δεν μπορούν να
απευθύνονται στις εργαζόμενες. Στις γυναίκες, δηλαδή, που βρίσκονται στο
στόχαστρο της απόλυσης, στις εργαζόμενες που η αγωνία τους δεν αφορά
στην «καριέρα» τους αλλά στο μεροκάματο με το οποίο παλεύουν να ζήσουν
τα παιδιά τους, στις άνεργες που αν και έχουν όλο το χρόνο και τη
διάθεση να θηλάσουν το παιδί τους, οι ελλείψεις στη δική τους διατροφή
δεν τους το επιτρέπουν. Η Φ. Σκοπούλη δε δίστασε να ρίξει την ευθύνη
στις μητέρες για τη διατροφή των παιδιών, ισχυριζόμενη ότι «η Ελληνίδα
μάνα δεν ασχολείται με το παιδί και δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για το
τι θα φάει το παιδί».Κι αυτό σε μια περίοδο που τα κρούσματα υποσιτισμού στα σχολεία έχουν γίνει καθημερινότητα και η κυβέρνηση δεν έχει πάρει την παραμικρή πρωτοβουλία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Απάντηση στα επιχειρήματα και στις προτάσεις που εκφράζει η κυβέρνηση, μέσω της Φ. Σκοπούλη, δίνει η πείρα από τις κατακτήσεις που γνώρισαν οι εργαζόμενες στο σοσιαλισμό. Το σοσιαλιστικό κράτος εξασφάλισε στις γυναίκες συνθήκες που τους επέτρεπαν να συνδυάσουν την παραγωγική και κοινωνική δραστηριότητα με τη μητρότητα και την ανατροφή των παιδιών. Για παράδειγμα, ειδική νομοθεσία προέβλεπε την προστασία της εργασίας των γυναικών, ιδιαίτερα την περίοδο της εγκυμοσύνης. Χορηγούνταν πληρωμένη άδεια εγκυμοσύνης και τοκετού. Οι νέοι γονείς δέχονταν βοήθεια για τη φροντίδα του παιδιού τους, ακόμα και με επισκέψεις εξειδικευμένου προσωπικού στο σπίτι τους. Οι μητέρες δικαιούνταν ένα διάλειμμα 30 λεπτών κάθε 3 ώρες εργασίας, χωρίς καμία μείωση των αποδοχών τους, προκειμένου να θηλάσουν το παιδί τους που βρισκόταν σε παιδικό σταθμό κοντά στην εργασία τους. Τα εστιατόρια στους χώρους δουλειάς ετοίμαζαν για τις εγκύους φαγητό κατάλληλο ώστε να καλύπτει τις ιδιαίτερες διατροφικές τους ανάγκες, ενώ το ίδιο έκαναν οι παιδικοί σταθμοί και τα σχολεία για τα παιδιά.
Οι αντιφάσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στη μητρότητα και την εργασία δεν έχουν αιτία τη βιολογία των γυναικών αλλά την κοινωνία και τις σχέσεις παραγωγής πάνω στις οποίες βασίζεται. Η «φύση» και η «βιολογία» της γυναίκας και της μάνας δεν έχουν τίποτα ασυμβίβαστο με την εργασία. Στις συνθήκες όμως της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης η γυναικεία ανεργία επενδύεται ιδεολογικά με αντιδραστικές απόψεις, που οριοθετούν το πεδίο ευθύνης της γυναίκας στην ανατροφή των παιδιών, στην οικογένεια και το νοικοκυριό, αντιλήψεις που αναβιώνουν και αναπαράγονται και σήμερα. Ο συνδυασμός του δικαιώματος στη μητρότητα και την ουσιαστική προστασία της και στη σταθερή δουλειά με δικαιώματα απαιτεί η παραγωγή να οργανωθεί με βάση την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων και των οικογενειών τους και όχι το κέρδος και την «ανταγωνιστικότητα» των μονοπωλίων. Προϋποθέτει η ανατροφή των παιδιών να πάψει να θεωρείται ευθύνη της οικογένειας και κυρίως της γυναίκας, να γίνει υπόθεση της κοινωνίας, να στηριχθεί με υποδομές και υπηρεσίες, με συνδυασμένα κοινωνικά και εργασιακά μέτρα.
Η πάλη για ουσιαστική προστασία της μητρότητας, μέσα από τα σωματεία, τους Συλλόγους και τις Ομάδες της ΟΓΕ, τις Λαϊκές Επιτροπές, χρειάζεται να ενταθεί με μια σειρά αιτήματα: Αδεια μητρότητας, δύο μήνες πριν και έξι μετά τον τοκετό, με πλήρη μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, για όλες τις εργαζόμενες στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Επίδομα τοκετού ύψους 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Δωρεάν τοκετός για όλες τις γυναίκες, για τις ανασφάλιστες και τις μετανάστριες. Δημόσιοι, δωρεάν και ασφαλείς βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί που θα καλύπτουν τις ανάγκες όλων των παιδιών των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων, των ανέργων.
Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ