του δημοσιογράφου, Δημήτρη Βάρου
(Tableau vivant)
Το ξημέρωμα βρίσκει τον κασαπά της Αθήνας σε μεγάλα σεκλέτια. Ο Σουλτάνος έδωσε εντολή για νέανουζούλ-αβαρίζ, νέα χαράτζια και αύξηση όλων ανεξαιρέτως των δοσιμάτων στην Πύλη.
Οι χωριανοί συγκλονισμένοι μαζεύονται στον πλάτανο και συζητάνε τον καινούργιο ταμπλά που τους βρήκε.
Πρώτος στο καφάσι ανεβαίνει ο κοτζαμπάσης Αντώνης που φτιάχνει τα σαμάρια για το ασκέρι του γκάζ-μπεη.
-Καταλαβαίνω την αγωνία σας, πονάω κι εγώ… Όμως, για να σώσουμε τον κασαπά, όλους τους καζάδες και γενικά το πασαλίκι μας, δεν έχουμε άλλη επιλογή.Πρέπει να κάνουμε ό,τι ζητάει ο πολυχρονεμένος.
Εισπράττει ένα χαλαρό χειροκρότημα από τους ταϊφάδες του, έντονες μουρμούρες από τους υπόλοιπους, ενώ κάποιοι τολμηροί το παρακάνουν:
-Νισαφ’ με τα χαράτσα! Μας πρήξατε με ταπροβατονόμια, τα γκιλέν-γκετσέν, τα μεσαρίφια και
Εισπράττει ένα χαλαρό χειροκρότημα από τους ταϊφάδες του, έντονες μουρμούρες από τους υπόλοιπους, ενώ κάποιοι τολμηροί το παρακάνουν:
-Νισαφ’ με τα χαράτσα! Μας πρήξατε με ταπροβατονόμια, τα γκιλέν-γκετσέν, τα μεσαρίφια και
-Βάλ’ και τς ρόγες που δίνουμι τσι παπάδες. Τρία γρόσια μου πήρε περ’ς ο ευλουημένους!
Εδώ επεμβαίνει ο καπού-μετλούκμπαση, ο αστυνόμος,χτυπώντας τη μαγκούρα του στο χώμα:
-Είπαμι να διαμαρτύριστε αλλά κόσμια. Μην αρχίσω του μπερντάκι και του μπουντρούμιασμα…
-Είπαμι να διαμαρτύριστε αλλά κόσμια. Μην αρχίσω του μπερντάκι και του μπουντρούμιασμα…
Καταλαγιάζει ο κουρνιαχτός κι έρχεται η σειρά τουυιοθετημένου από τον δερβέν-αγά Τούρκογλου να μιλήσει. Δεν ανεβαίνει όμως στο καφάσι, ενθυμούμενος πως την προηγούμενη φορά το συνέθλιψε με το βάρος του.
Με την παροιμιώδη ευγλωττία του απασχολεί το κοινό μέχρι το μεσημέρι, αφήνοντας άναυδους στο τέλος τους συγχωριανούς του που δεν ξέρουν αν πρέπει να χειροκροτήσουν ή να αποδοκιμάσουν αυτά που είπε,αφού δεν κατάλαβαν τι είπε. Μετά από μερικά λεπτά αμηχανίας, όμως, αποφασίζουν και τον αποδοκιμάζουνγια κάτι πιο σίγουρο: για όσα μέχρι σήμερα τους έκανε,υπερασπιζόμενος μετά πάθους το χασνέ οντά, το θησαυροφυλάκιο του Σαλτάνου.
Με την παροιμιώδη ευγλωττία του απασχολεί το κοινό μέχρι το μεσημέρι, αφήνοντας άναυδους στο τέλος τους συγχωριανούς του που δεν ξέρουν αν πρέπει να χειροκροτήσουν ή να αποδοκιμάσουν αυτά που είπε,αφού δεν κατάλαβαν τι είπε. Μετά από μερικά λεπτά αμηχανίας, όμως, αποφασίζουν και τον αποδοκιμάζουνγια κάτι πιο σίγουρο: για όσα μέχρι σήμερα τους έκανε,υπερασπιζόμενος μετά πάθους το χασνέ οντά, το θησαυροφυλάκιο του Σαλτάνου.
Στο καφάσι τώρα ο Σεντούκ-εμίνης, ο ταμίας που μαζεύει τα λεφτά για την Πύλη:
-Αν χρεοκοπήσουμε θα πεινάσετε. Αν όμως πεινάσετεδεν θα χρεοκοπήσουμε, λέει με στόμφο.
-Αν χρεοκοπήσουμε θα πεινάσετε. Αν όμως πεινάσετεδεν θα χρεοκοπήσουμε, λέει με στόμφο.
«Μιλάν όλοι, μιλάει και το στουρναρ’», σχολιάζει το πλήθος.
Ο Φώτης, που έχει αραδιάσει τα κουβέλια του στιςαριστερές πεζούλες του χωριού, μιλάει γλυκύτατα:
Οι Οθωμανοί βάζουν κάθε φορά τόσους φόρους, όσους και οι παράδες που χρειάζονται για να κάνουν πολέμους.Ευχαριστημένοι να είμαστε. Γιατί υπάρχουν χώρες που κάνουν το ίδιο, όχι όμως για να κάνουν πολέμους άλλα για να τρώνε του σκασμού οι βεζίρηδες και οι πλούσιες οικογένειες που τους στηρίζουν… Λέω να πάμε στοΒαλή και να διαπραγματευτούμε ώστε να μην κόψουν τουλάχιστον τους υπότιτλους από τα τούρκικα σίριαλ…
Τότε πετάγεται από το πλήθος ο μικρός Αλέξης, που «τ’αρέσ’ η τσίπα απ’ του γάλα»:
-Ποιους Βαλήδες και Βεζίρηδες μωρέ; Στον Σουλτάνο κατευθείαν θα πάω εγώ. Θα του πω κοίτα να δεις… Εγώ θέλω να μείνω στην αυτοκρατορία και θέλω να έχω τα γρόσια για νόμισμα. Αλλά δεν θέλω χαράτσια!
Τότε η αποκληρωμένη κόρη του παπά-Ρήγα σηκώνεται από την παράμερη πεζούλα κι έρχεται στη μέση της πλατείας. «…Και θα του κάνεις τα μούτρα κρέας!… Βρεόσο είμαστε κάτω από τους Οθωμανούς αυτά θα τραβάμε. Και να ξέρετε θα έρθουν και χειρότερα…»
Το πλήθος γίνεται έξαλλο μαζί της: «Τι θες δηλαδή να βγούμε απ’ το γρόσι; Να χρεοκοπήσουμε; Θες να χυθεί αίμα; Πες το καθαρά κυρά μου…»
Τους διακόπτει κάποιος που έρχεται τρέχοντας:
-Χωριανοί, χωριανοί… Στο Μοριά ένας γέρος πήρε τ’άρματα και χτυπά Τούρκους!
-Ανάθεμά τον! φωνάζει ο παπάς.
-Κάποιος άθλιος κουκουλοφόρος θα’ ναι μωρέ, λέει ο κοτζαμπάσης.
-Όχι άρχοντά μου, είναι θρασύς. Δεν φοράει κουκούλα.Κολοκοτρώνη τον λένε.