Κάρπαθος. Με διαβατήριο,ίσως, θα ήταν πιο εύκολο.
του οπερατέρ, Μανόλη Διμέλλα
Στο άκουσμα αυτός είναι καλός πολιτικός, οι ντόπιοι μου απαντούν...
όλοι φορού(ν) καλίκια (τα παπούτσια στην Κάρπαθο)..Το βαπόρι θα έλυνε τους κάβους Δευτέρα 16 του Απρίλη, μεσημέρι. Πάνω στο προγραμματισμένο. Μα με τον Ποσειδώνα δεν τα βάζεις, άγριος, δεν το λες για άνοιξη το φετινό, έτσι Πέμπτη και ήταν το πλοίο, ακόμη στη Σαντορίνη.
Έτσι είναι ο τόπος μου, η Κάρπαθος, δύστροπος, παράξενος, ένα από τα πιο δύσκολα περάσματα του Αιγαίου. Μα όταν η καρδιά κάνει αναγραμματισμούς, και μες την κρίση αναρωτιέται τι αγγίζει την θολή πια, ζωή μας, δεν αμφιβάλλω ετοιμάζω τις αποσκεύες μου,
η θάλασσα δεν χωρά και πολύ ρεαλισμό.
Μοναχά η ποίηση και το υπερβατό θα μας σώσει, σιγοτραγουδώ και τον αδικοχαμένο Μητροπάνο, όπως όλη η Ελλάδα και έτοιμος.
Τίποτε δεν στέκεται, μοναχά ο έρωτας, σκέφτομαι.
Ευτυχώς, πήρα το επόμενο δρομολόγιο με την ελπίδα να μην κάνει πέντε μέρες να με βγάλει στο λιμάνι της καρδιάς μου. Ζω κι εγώ με αόριστες αναμνήσεις από έναν τόπο που σκόρπισα την καλοκαιρινή μου ανεμελιά σε μια νιότη που οι σκοτούρες ήταν πέρα από τα οπτικά μου νεύρα.
Το βαπόρι, λοιπόν, επιδοτούμενο για κάθε δρομολόγιο, μα με έναντι στο πλήρωμα που κάνει να λαβαίνει 4-5 μήνες, τη βγάζει με σενάρια για την επικείμενη επίσχεση εργασίας, λιγοστός ο κόσμος και οι ναυτικοί δείχνουν κουρασμένοι από μια ζορισμένη καθημερινότητα μα και τις προηγούμενες διαδρομές δεν φαίνεται να ανχώνονται για την ερημία που δέρνει το κατάστρωμα.
Λιγοστοί ταξιδιώτες, ελάχιστοι τουρίστες.
Λεω στο μικρο, ανήλικο Μανώλη που κουβαλώ μέσα μου, για την κάπαρη που θα πάω να μαζέψω.
Στους κάβους απο πάνω, κρεμασμένος στα μικρά της καθυστέρησης σκέφτομαι το ροϊκιο, το γνωστό σταμναγκάθι που σε μας βγαίνει δίπλα στη θάλασσα, άγριο, αγέρωχο και δυσεύρετο.
Δεν έχει πολλά το νησί, αντέχει να προσφέρει στον ταξιδιώτη, τον τουρίστα, την γαλήνη και την αρμονία μα εκεί σταματούν όλα.
Μα αν οι ταξιδιώτες χαιδεύουν, παίζουν με το όνειρο τους στις παραλίες του νησιού οι ντόπιοι, οι μόνιμοι κάτοικοι δάμαζουν τα κύματα, πέρα, μακριά από τα συναισθήματα του Λάρς Φον Τρίαρ.
Είναι μέρες τώρα που ο φίλος Γιάννης, επαναλαμβάνει,να μην ξεχάσω τα δοχεία με τη βενζίνη, εδώ έχουμε την πιο ακριβή, και εάν σου τύχει να ξεμείνεις μπορεί να μην υπάρχει ανοιχτό βενζινάδικο αφού το πρόγραμμα είναι άγνωστη λέξη.
Δύο ευρώ λοιπόν η αμόλυβδη στο νησί,
όταν η ακριβότερη αμόλυβδη παγκοσμίως, στην Ασμάρα της Ερυθραία, έχει
κόστος ανά λίτρο 1,92 ευρώ.
Δεν είναι το καύσιμο η ουσία των προβλημάτων.
Τώρα έγιναν και εδώ φίλοι του ποδήλατου, και η αγορά ενός γάιδαρου από αστείο φλερτάρει με υπολογισμό αναγκών. Στα ψηλά του νησιού άλλωστε, στην Όλυμπο και στην περιοχή Βουρκούντα, ελεύθερα και σε ημιάγρια κατάσταση τα γαιδουράκια περιμένουν το θαρραλέο. Προσγειώθηκε και το πρώτο τσάρτερ, Ολλάνδια, όλοι περιμένουν το ευρώ του τουρίστα, ντόπιο ή αλλοδαπό.
Στο λιμάνι, στα Πηγάδια φάνηκε με μιας η αλλαγή, σαν να γλίστρισε το ψάρι από το κύρτο και ελεύθερο ξανα-τριγυρνά, έτσι κι ο κόσμος βγήκε από τη χειμέρια νάρκη του.
Από τις εκλογές που είναι εξαιρετικά χαλαρές ζητούν κυρίως, να μην αλλάξει το καθεστώς του χαμηλού ΦπΑ, άλλα προνόμοια έτσι κι αλλιώς δεν έχουν απομείνει. Πάγιο φυσικά παραμένει το ακτοπλοικό, η συγκοινωνία, τα πανάκριβα αεροπορικά εισιτήρια, αλλά και το θέμα του νοσοκομείου που κάθε τόσο λύνεται, μα μοναχά στα λόγια. Το ταλαίπωρο κέντρο υγείας από την άλλη, τραβά τον προβληματικό δρόμο του, έπειτα από τις ανοιξιάτικες κινητοποιήσεις εξακολουθεί να υπερέχει το άναμα κεριών και η προσευχή στην εκκλησία.
Ένας υποψήφιος βουλευτής, κυβερνητικής παράταξης, σε μια μάλλον παλιομοδίτικη συνάντηση και με χαμηλό φωτισμό, τόνισε στους ψηφοφόρους του, οτι τώρα ήρθε η στιγμή να στηρίξουμε το κόμμα του.
Αναρωτήθηκα, ακόμη ψήνονται οι αγνοί άνθρωποι; για πόσο ακόμα τα παραμύθια μπορούν να φαντάζουν αληθινά; στις χαμένες χώρες τις Αφρικής δεν παιρνούν πια τα γυαλιστερά μπιχλιμπίδια, εδώ τι μαγικά μας έχουν κάνει,
τι έχει ο αέρας και προτάσσουμε ένα χαμένο συναίσθημα;
σαν την καψούρα για την Ατζελίνα Τζολί, κάπως έτσι δείχνει η σιγουριά
πως μας κάνουν για νομοθέτες όλοι αυτοί που μας έσπρωξαν σε ετούτο τον τρελό χορό.
Στο καφενείο του χωριού μου, τις Μενετές την έβγαλαν οι περισσότεροι φέτος, παρέα τους η μίζερη τηλεόραση, καλύτερα να ήταν ασπρόμαυρη τουλάχιστον θα μας άφηνε το περιθώριο να φανταζόμαστε το χρώμα.
Ουσιαστικό στήριγμα και οι μνήμες, καμμία φορά και παραφουσκωμένες, από τα καλοκαίρια που τα κουράγια αλλά και το χρήμα ήταν στο φόρτε τους.
Μνήμες αλλοτινών εποχών που έσβησαν αλλά η κρίση τις ξαναφέρνει στο προσκήνιο. Έδω βλέπεις, το παραμύθι της ανάπτυξης, πράσινης ή μπλέ στον ίδιο παρανομαστή, αποτελεί μακρινό όνειρο, τα καθημερινά λύνονται με αγώνα, προσπάθεια, βλέπεις η επαρχία δεν έχει αρκετούς ψίφους ούτε και δυναμικό κίνημα ώστε να βγαίνει στα κάγκελα και να διεκδικεί.
Μοιραία περιμένει, περιμένει το περαστικό ταξιδιώτη να ζωντανέψει έναν τόπο που ολοένα και μαραζώνει ενώ όλα τα στοιχεία της φύσης συνηγορούν στο αντίθετο...