“ΣΤΟΝ ΚΑΒΑΔΙΑ”
Τρίτη 13 Μαρτίου 2012
Διάλεξα αυτή τη μέρα. Για άλλους γρουσούζικη για άλλους τυχερή. Τρίτη και δεκατρείς. Για μένα μέρα τυχερή. Ένα ευχάριστο νέο από το γιατρό και στη μέση της μέρας κάποιος φίλος φέρνει στη δουλειά ένα ποίημα του Μανόλη Αυτιά, αφιερωμένο στον ποιητή τον οποίο γνώρισε. Τον Καβαδία. Έτσι γράφει το επώνυμό του και γι´ αυτό διατηρώ την ορθογραφία του. Όπως θα τη διατηρήσω και στο ποίημα που έγραψε.
Το ποίημα, το τύπωσαν σε ένα λιτό τετρασέλιδο μαζί με ένα άλλο αφιερωμένο στην ιστορία, κάποιοι φίλοι του “Λούη” από τον Κεραμεικό. Το μοίρασαν στον κόσμο, εκεί στα μαγαζιά που σύχναζε και μιλούσε και έλεγε τις ιστορίες του. Μόνο και μόνο για να τον τιμήσουν. Δυο ποιήματα χωρίς “δικαιώματα”… Με μοναδικό δικαίωμα στη μνήμη και στην ιστορία που αφήνουν πίσω τους οι Έλληνες. Και στην ιστορία που οφείλουν να κουβαλούν στην πλάτη τους οι Έλληνες που μένουν πίσω.
Είχα την τύχη να γνωρίσω το Μανόλη. Ερχόταν συχνά εκεί στα γραφεία του “Έθνους” στον Πειραιά να δει το δάσκαλο μου στη δημοσιογραφία, το Νίκο Πηγαδά. Την Πόπη Χριστοδουλίδου, τον Σταύρο Μαλαγκονιάρη… Τη Γκέλυ. Ήμουν ένας απο τους τυχερούς που καθόταν σε μια γωνία ήσυχος κι άκουγε τις ιστορίες του. Την αλήθειά του. Απο τους τυχερούς που όταν βγήκε το βιβλίο του Μουρσελά και μετά το σίριαλ, ήξερε για ποιον “Λούη” άκουγε.
Μου αρέσει να πλατιάζω όταν αξίζει ο άνθρωπος. Σε άλλη περίπτωση ξέρω να σωπαίνω. Σήμερα όμως έγινα …πλούσιος. Με λίγους στίχους. Κι όταν κάποιος είναι πλούσιος θέλει να το φωνάζει… Να το δείχνει. Κι ας αισθάνεται φτωχός. Λέει αλήθειες ο “Λούης” για τον ποιητή. Το ξέρω, γιατί όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν τη λόξα μου για τον Καββαδία. Την έρευνά μου για τον Κόλια -κάποιοι την είπαν διατριβή- που ακόμη δεν έχει τυπωθεί. Περιμένω τη στιγμή. Απολογούμαι για την πολυλογία, στους φίλους και το Δάσκαλο που μου γνώρισε το Μανόλη Αυτιά.
Απολογούμαι ακόμη γιατί τους… ξέχασα, ενώ δεν έπρεπε. Δεν έχω αλλάξει. Ας μοιάζω ξένος.
Kι ευχαριστώ τους αγνώστους που τύπωσαν τα δυο ποιήματα. Διαβάστε το πρώτο για τον Καββαδία.
ΣΤΟΝ ΚΑΒΑΔΙΑ
Στον Κόλια τον Μαρκόνη το Κεφαλωνίτη
τον αειπλάνητο και ερημοσπίτη
που μ’ έβριζε με συμβουλές
και μ’ έλεγε αλάνι
όπου και ανταμώναμε σε μπουρδελο-λιμάνι.
Σε ζήλευα κινέζε για τόσο ζούσες.
Εσένα αγάπαγαν του κόσμου οι πουτάνες
και τώρα σε λατρεύουνε οι παρθένες
μωρές χαζές ξεροκαμένες
που πέθανες και δεν τις εγκατέστησες σαν μλανες.
Αλήτευες και συ όσο κι η ποίησή σου
μα ήταν για τούτον εδώ τον κόσμο η δέησή σου
για μας τους ναυτικούς και τ’ άλλα κακοποιά στοιχεία
ήσουν κοντά μας κι ήταν ευτυχία
όμως μαζί μας σ’ έχουμε και σιγοτραγουδάμε
μπαρκαρισμένοι-ξέμπαρκοι, παρατάμε
με τα φτηνά ουΐσκια και τεκίλες
ξεχνάμε σαν μεθούμε της φτώχειας μας τις νίλες.
Εσύ πια τα κατάθεσες φιλάδια-πασπόρτια
και δέκα μούτζες έδωσες σε μπάρκα και μπαμπόρια
στου πάνω κόσμου άραξες απάνεμη αβάλη
πόντισες την σπεράντζα και τις δυο καραμοσάλι.
Χαράζω ρότα κατά κει και θα βρεθούμε πάλι
θα’ ρθω να σ’ ανταμώσω
κι από τους ναυτοσυντρόφους
χαμπέρια να σου δόσω.
Εκεί ψηλά που βρίσκεται αντάμα με τ’ αστέρια
δίπλα απ’ τον Προκύωνα κι αντήκρι από τη Σπίκα
των αζορών ο φάρος πάνω στην Πίκα
δεν θα ξεχάσω και προσπεράσω απ’ την θολούρα
Ε! Θα κάνω σβούρα!!
Τι; διάολε, δεν θ’ ακούσω;
τα τροπάριά σου και τους ψαλμούς σου;
Όλα τα κάμανε τραγούδια
μέσα στα φυλλοκάρδια μας λουλούδια.
Θα τραγουδούν τα πέρατα του κόσμου
μες στους αιώνες
και θα ημερεύουν φουρτούνες και κυκλώνες.
Θυμάμαι εκείνη του πατέρα σου την ιστορία
-γέλαγες τι την εύρησκες αστεία-
στον πόλεμο του πέντε οι Ρωσογιαπωνέζοι
που τον επλήρωσαν οι φουκαράδες οι Κινέζοι
πως μάζευε ρούβλι χρυσό και γένι.
Σου τ’ άφησ’ όλα και δεν άφησες καπίκι
λες κι οι εμπόλεμοι σου χάρισαν τη νίκη
μ’ απλόχερα τα χάρισες στου κόσμου τις πουτάνες
Ρούμπλια, ρουμπίες, άννες.
Μου έλεγες ο Κουρουπάτκιν αν ερχόταν δεξιότερα
θα είχες τα διπλά και περισσότερα
μια και θα ‘τρωγαν οι χαχόλοι κρέατα σαπιώτερα
αφού τους τροφοδόταγε ο πατέρας σου
και τους λπόντανε περίσσια η μητέρα σου.
Πίστεψε Κόλια, όλοι συγχώρεση του δώσανε
πως τα τραγούδια σου τον ξεχρεώσανε.
Οι ναυτοσύντροφοί μας τα ταξιδεύουν
στου κόσμου τα λιμάνια
τα τραγουδούν κι αριστοκράτες και αλάνια.
Έστειλες στον άνθρωπο όπου γης
άλλο μήνυμα μ’ άλλη διάσταση
για του ανθρώπου την ανάσταση.
Κι αν σε σύγχισα, συγχόραμε-βρε Κόλια
της Ανατολής ήμουνα μπόλια
και δύσκολη κατάσταση.