αναδημοσίευση
Ο ηρωισμός του φόβου
Γράφει η Αλκμήνη Ψιλοπούλου
Τριάντα τόσα χρόνια μετά. Και με έχουν καλέσει σε ένα σχολείο να μιλήσω για εκείνες τις μέρες. Μισές εικόνες. Τις άλλες μισές τις καταχώνιασε η μνήμη. Και, δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά…
Για τη μνήμη του φόβου, ή για το φόβο της μνήμης; Ή για το πρώτο άγγιγμα του φόβου θανάτου σε αθάνατους εφήβους; Ή για το φόβο του πατέρα, όταν γύρισα σπίτι, μεσάνυχτα, από την Ασφάλεια της Μεσογείων, περνώντας ανάμεσα σε προτεταμένα όπλα και στρατιώτες παραταγμένους στην Αλεξάνδρας;
Διάσπαρτες εικόνες. Σαν μισοφαγωμένο πιάτο στο τραπέζι. Για κείνα μπορούν να μιλήσουν πολύ όσοι ήταν στο παρασκήνιο, κάποιοι κομπάρσοι που ύστερα είπαν ότι είναι ήρωες. Μάλλον δεν θα τολμήσουν φέτος να κατέβουν στο Πολυτεχνείο. Από φόβο μην προδοθεί η προδοσία τους.
Θέλω να μιλήσω όμως για το φόβο. Όταν αμέριμνοι πήγαμε μπροστά να δούμε το τανκ, χαζεύοντας και γελώντας. Όταν εκείνο, διαψεύδοντας την αθωότητά μας και την αίσθηση της αθανασίας μας, έσπασε την πύλη. Όταν εμείς κρυφτήκαμε πίσω από ένα άγαλμα στην ανοιχτή αίθουσα της Σχολής Καλών Τεχνών, ατενίζοντας μερικά μέτρα απέναντί μας τη μπούκα του τανκ. Μας σημάδευε! Και τότε, ο φόβος θανάτου μεταλλάχτηκε σε υπέρβαση. Γέννησε την αίσθηση της πραγματικής αθανασίας. «Θα βρεθούμε στην άλλη ζωή» λέγαμε μεταξύ μας και γελούσαμε. Και τραγουδούσαμε «έχετε γεια βρυσούλες». Και ήμασταν χαρούμενοι, νέοι και αθώοι. Ήμασταν μαζί, σφιχταγκαλιασμένοι μπροστά στη μπούκα του θανάτου. Ήμασταν όλοι μαζί. Μετά τα χρόνια κύλησαν. Στην αρχή μας έλεγαν ήρωες. Δίχως να γνωρίζουν το φόβο μας, την άγνοιά μας, τους εφιάλτες που ακολουθούσαν τον ύπνο μας.Μερικοί από μας έμειναν πιστοί σε κείνο το όνειρο που είχαμε ζήσει μέσα στο Πολυτεχνείο, τότε που ήμασταν όλοι μαζί και που τίποτα δεν μπορούσε να μας χωρίσει.
Άλλοι παρασύρθηκαν από το ρεύμα της ζωής, μιας βολεμένης ζωής.
Άλλοι έμειναν αφανείς. Αυτούς κανείς δεν τους είπε ήρωες.
Αυτούς που θυμούνται το φόβο. Αυτούς που κατεβαίνουν σήμερα στους δρόμους, σε διαδηλώσεις και πορείες μαζί με τα παιδιά τους, φωνάζοντας ψωμί-παιδεία-ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ΄73.
Αυτούς που δεν είναι πια στην πρώτη γραμμή, που είναι συνηθισμένοι ανώνυμοι, που δεν βγαίνουν σε κανάλια και παράθυρα, που δεν μιλούν πολύ για κείνες τις μέρες, που τρώνε τα δακρυγόνα μαζί με φόβο, πολύ φόβο, αλλά συνεχίζουν να κατεβαίνουν…
Ποιο ήταν το νόημα του Πολυτεχνείου; Τι έμεινε από αυτό; Λίγα πράγματα. Η ενότητά μας, οι παρέες μας, οι έρωτές μας, τα τραγούδια μας, η έξαρση του «υπάρχω και δρω μαζί με άλλους για κάτι καλό». Τίποτα το σπουδαίο. Η υπέρβαση της ατομικότητας, αυτό το δύσκολο και ζόρικο «μαζί» που ξόρκισε το φόβο μας.
Αυτό το δύσκολο και ζόρικο «μαζί» που μας καλεί και σήμερα να ξορκίσουμε τους φόβους μας. Σήμερα που μας πολιορκούν με φόβο, πώς να αντισταθούμε στη ζωή; «Αν ένας άνθρωπος θέλει να αλλάξει τη ζωή, η ζωή μπορεί να αλλάξει», είπε ένας μεγάλος διανοητής του 20ου αιώνα.
Σήμερα όλοι φοβούνται. Θα γίνουν επεισόδια. Το είπε η τηλεόραση. Το είπε ο Παπουτσής. Το ψιθυρίζουν οι γονείς. Το σκέφτονται οι παλιοί ανώνυμοι συνηθισμένοι που δεν κατέβαιναν στη «γιορτή»… Μας δοκιμάζουν. Μας προετοιμάζουν.
Τότε μας γάζωναν οι σφαίρες και τα τανκς. Σήμερα μας γαζώνουν οι φήμες, οι διαδόσεις. Οι σχεδιασμένες πάνω στο πιο αρχέγονο συναίσθημα, που είναι ο φόβος θανάτου. Όμως εμείς θέλουμε να επαναλάβουμε εκείνες τις στιγμές, το ποθούμε από τα βάθη της καρδιάς. Για να γίνουν οι μισές εικόνες ολόκληρες, να γίνουν τα λόγια ποίημα, να γίνει η ζωή ζωή, να γίνει ο θάνατος αίσθηση αθανασίας. Θέλουμε να ξαναγίνουμε έφηβοι, αθώοι και αθάνατοι, όχι ήρωες.
Βάζουμε στοίχημα με το φόβο, με τη σκέψη του θα τον πολεμήσουμε.
Ψωμί, παιδεία, ελευθερία!