Παρασκευή, 04 Νοεμβρίου 2011
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.ΣΥ.) προσέφυγε σήμερα στον Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, καταθέτοντας έγγραφη αναφορά για τις συνέπειες που επιφέρει στην ανεμπόδιστη και ελεύθερη άσκηση της δημοσιογραφίας η ουσιαστική κατάργηση των όρων αμοιβών και εργασίας και η διαλυτική επίδραση των άρθρων 31 και 37 του νόμου 4024/2011, στην ύπαρξη και λειτουργία των Ενώσεων Συντακτών και των Ενώσεων των άλλων εργαζομένων στα ΜΜΕ.
Τα θέματα αυτά θα είναι στο επίκεντρο της Ημερίδας που οργανώνει η Π.Ο.Ε.ΣΥ. την ερχόμενη Τρίτη 8/11, με συμμετοχή του Προέδρου της Δ.Ο.Δ. και άλλων κορυφαίων συνδικαλιστών και προβεβλημένων δημοσιογράφων από τη Γαλλία, Ιταλία και Πορτογαλία.
(Η Ημερίδα θα γίνει στην αίθουσα του Ε.Β.Ε.Α., Ακαδημίας 7, στον 8ο όροφο και θα μεταδοθεί απευθείας από Web TV του ΑΠΕ και της ΕΡΤ και από τα sites www.thepressproject.gr, www.tvxs.gr, www.stokokkino.gr ).
Στη 1.30 μ.μ. οι πρόεδροι των Ενώσεων Συντακτών μελών της Π.Ο.Ε.ΣΥ. και οι ξένοι προσκεκλημένοι θα δώσουν συνέντευξη Τύπου, πριν από την έναρξη της Ημερίδας.
Η αναφορά της Ομοσπονδίας βασίζεται σε προηγούμενες συστάσεις και γνώμες του Συμβουλίου της Ευρώπης για θέματα ελευθερίας του Τύπου, η οποία σήμερα πλήττεται στη χώρα μας.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης επανειλημμένως έχει αποφανθεί υπέρ της ύπαρξης και ελεύθερης λειτουργίας των Δημόσιων Μέσων Ενημέρωσης και θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, για διασφάλιση της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας των δημοσιογράφων.
Αποκλείει επίσης την υποκατάσταση των ανεξάρτητων αιρετών διοικήσεων των ενώσεων δημοσιογράφων από σωματεία-σφραγίδες.
Σχετικά με την προσφυγή η Π.Ο.Ε.ΣΥ. θα ενημερώσει τους Έλληνες βουλευτές που συμμετέχουν στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, ζητώντας τους να προωθήσουν στα αρμόδια όργανα και επιτροπές τις θέσεις της για τη δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση, καθώς και για την ανάγκη διασφάλισης της ύπαρξης και της ανεξαρτησίας των δημοσιογραφικών ενώσεων.
Η αναφορά στο Συμβούλιο της Ευρώπης έχει ως εξής:
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΝΩΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
ΑΝΑΦΟΡΑ – ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Κατά των μέτρων της Ελληνικής Κυβέρνησης σχετικά α) με την συρρίκνωση της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης και β) το νέο καθεστώς συλλογικών διαπραγματεύσεων και τις επιπτώσεις του στις δημοσιογραφικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και στην ελευθερία του Τύπου.
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα θεσμικά όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν κατ’ επανάληψη αναγνωρίσει και τονίσει τον ζωτικό ρόλο που επιτελεί η δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση στην σύγχρονη δημοκρατία.
Ήδη από το 1994 η 4η Ευρωπαϊκή Υπουργική Συνδιάσκεψη για την Πολιτική στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Πράγα, 7-8 Δεκεμβρίου 1994) αναγνώρισε ότι «η δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση προωθεί τις αξίες που αποτελούν το θεμέλιο της πολιτικής, νομικής και κοινωνικής δομής των δημοκρατικών κοινωνιών, και συγκεκριμένα τον σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον πολιτιστικό και πολιτικό πλουραλισμό» και υπογράμμισε «την σημασία της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης για τις δημοκρατικές κοινωνίες». Η συνδιάσκεψη διατύπωσε τις γενικές αρχές και διαμόρφωσε το πλαίσιο της πολιτικής για τα δημόσια μέσα επικοινωνίας, εκδίδοντας συστάσεις προς τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με α) προδιαγραφές ποιότητας των δημοσίων μέσων επικοινωνίας β) χρηματοδότηση γ) οικονομικές πρακτικές δ) ανεξαρτησία και λογοδοσία κ.λ.π.
Ειδικά όσον αφορά την χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, τα κράτη που συμμετείχαν στη Συνδιάσκεψη δεσμεύτηκαν «να διατηρούν, και όπου χρειάζεται, να εγκαθιδρύουν το κατάλληλο και ασφαλές πλαίσιο χρηματοδότησης, το οποίο θα εγγυάται στους δημόσιους σταθμούς τα απαιτούμενα μέσα για την επιτέλεση της αποστολής τους». Επιπροσθέτως τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη ανέλαβαν την δέσμευση «να εγγυώνται την ανεξαρτησία των δημόσιων μέσων από πολιτικές και οικονομικές παρεμβάσεις».
Στην Σύσταση R (96)10, που υιοθετήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1996, η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης επιβεβαίωσε εκ νέου «τον ζωτικό ρόλο των δημόσιων μέσων επικοινωνίας ως ουσιαστικού παράγοντα για την πλουραλιστική επικοινωνία και ενημέρωση, προσβάσιμη από τον καθένα τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, μέσω της παροχής συνεκτικών προγραμμάτων, τα οποία απαρτίζονται από πληροφόρηση, εκπαίδευση, πολιτισμό και αναψυχή.»
Τόνισε επίσης την υποχρέωση των κρατών-μελών «να εγγυώνται χωρίς διάκριση το δικαίωμα (των δημοσιογράφων) να συμμετέχουν στη δραστηριότητα συνδικαλιστικών οργανώσεων και να απεργούν, υποκείμενοι σε όποιους περιορισμούς προβλέπονται από το νόμο για την εξασφάλιση της συνέχειας των δημόσιων υπηρεσιών ή για άλλους νόμιμους σκοπούς.»
Οι δημοσιογράφοι πρέπει επίσης να έχουν «επαρκείς συμβάσεις εργασίας που παρέχουν επαρκές επίπεδο κοινωνικής προστασίας, ούτως ώστε να μην συμβιβάζονται ως προς την αμεροληψία και ανεξαρτησία τους» και «να μην τίθενται περιορισμοί στην σύσταση σωματείων, όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες συμμετέχουν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις». [Κοινοβουλευτική Συνέλευση, Απόφαση 1636 (2008),
Την ίδια κατεύθυνση ακολουθούν όλα τα επόμενα κείμενα που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή των Υπουργών και την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα οποία αναφέρονται στα δημόσια μέσα μαζικής ενημέρωσης και γενικά στην σημασία των μέσων, ιδιωτικών και δημόσιων, σε μια δημοκρατία.
Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση εξέφρασε ρητά την ανησυχία της εξαιτίας της πίεσης που ασκείται στα δημόσια μέσα ενημέρωσης είτε από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών είτε εξαιτίας του αναπόφευκτου ανταγωνισμού τους με τα εμπορικά μέσα, ο οποίος έχει οδηγήσει στην «κρίση ταυτότητας» του τομέα των δημόσιων μέσων επικοινωνίας. [Κοινοβουλευτική Συνέλευση, Απόφαση 1641 (2004), Δημόσια Μέσα Επικοινωνίας]
Σε κάθε περίπτωση τα δημόσια μέσα ενημέρωσης έχουν τον σκοπό «να προωθούν τις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών, ειδικά τον σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους διαφορετικούς πολιτισμούς και τον πολιτικό πλουραλισμό, παρέχοντας μια πληθώρα προγραμμάτων και υπηρεσιών σε όλο το εύρος της κοινής γνώμης, και να ενισχύουν την κοινωνική συνοχή, τον πολιτιστικό πλουραλισμό και την ανοιχτή επικοινωνία, προσβάσιμη από τον καθένα.” Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο «ενώ λαμβάνονται υπόψη σε ζητήματα αγοράς και ανταγωνισμού, το δημόσιο συμφέρον απαιτεί την επαρκή χρηματοδότηση των δημόσιων μέσων επικοινωνίας, ούτως ώστε να εκπληρώνουν την αποστολή δημοσίου συμφέροντος που τους έχει ανατεθεί». [Σύσταση CM/Rec (2007)3 της Επιτροπής των Υπουργών στα κράτη μέλη για την αποστολή των δημόσιων μέσων επικοινωνίας στην Κοινωνία της Πληροφορίας, 31 Ιανουαρίου 2007]
II. Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Το άρθρο 10 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ορίζει: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως.
Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κατ’ επανάληψη υπογραμμίσει την σημασία αυτού του δικαιώματος όσον αφορά την ελευθερία των μέσω μαζικής ενημέρωσης και την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων.
Το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει την ελευθερία της έκφρασης σαν «μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο των δημοκρατικών κοινωνιών και για την ανάπτυξη του ατόμου» (Handyside εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 7 Δεκεμβρίου 1976, παρ. 49).
Η ανεξάρτητη και ελεύθερη δημοσιογραφία αποτελεί βασικό στοιχείο του προστατευόμενου δικαιώματος, όπως αναφέρεται ρητά σε μια μακρά σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου και της πρώην Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. στην αγγλική γλώσσα
Η Ελευθερία της Έκφρασης στην Ευρώπη –νομολογία σχετικά με το άρθρο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, σελ. 11-60). Οποιοσδήποτε περιορισμός στην ελεύθερη δημοσιογραφία και στην ελευθερία της έκφρασης πρέπει να είναι «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία», δηλαδή πρέπει να καθίσταται αναγκαίος και αναπόφευκτος από μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» (π.χ αμεροληψία της δικαιοσύνης, εθνική ασφάλεια).
«Όπου έχει υπάρξει παρέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 10, η επιτήρηση (εννοείται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) πρέπει να είναι αυστηρή, εξαιτίας της σημασίας των εν λόγω δικαιωμάτων.
Η σημασία τους έχει τονιστεί από το Δικαστήριο πολλές φορές.
Η αναγκαιότητα περιορισμού τους πρέπει να θεμελιώνεται πειστικά». [Autronik AG εναντίον Ελβετίας, απόφαση της 22 Μάη 1990, παρ. 61]
Επιπλέον, στην Διακήρυξη για την Ελευθερία της Έκφρασης και Πληροφόρησης, που υιοθετήθηκε στις 29 Απριλίου 1982, η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης τόνισε την ανάγκη να διασφαλιστεί από τα κράτη-μέλη η απουσία οποιουδήποτε αυθαίρετου ελέγχου ή περιορισμού σε όσους συμμετέχουν στη διαδικασία πληροφόρησης, στο περιεχόμενο του προγράμματος ή στην μετάδοση και διάδοση της πληροφορίας.
III. Τα μέτρα της Ελληνικής Κυβέρνησης και οι συνέπειές τους για την δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση
Στην Ελλάδα ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας, η ΕΡΤ Α.Ε, αποτελεί ανώνυμη εταιρία με μοναδικό μέτοχο το Δημόσιο.
Είναι δηλαδή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Αθήνα, ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και εποπτεύεται από τον Υπουργό Επικρατείας. Στον ενιαίο φορέα της ΕΡΤ Α.Ε. περιλαμβάνονται σήμερα η ΕΤ1, η ΝΕΤ, η ΕΡΑ και η ΕΡΤ3, η οποία υπάγεται ωστόσο σε ειδικό καθεστώς, διατηρεί ξεχωριστή διοικητική δομή και εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Βασική πηγή εσόδων για την ΕΡΤ συνιστά το ανταποδοτικό τέλος το οποίο ανέρχεται στα 50,88 ευρώ το χρόνο ανά νοικοκυριό και εισπράττεται μέσω του διμηνιαίου λογαριασμού της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Η ΕΡΤ δεν χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Άλλες πηγές εσόδων αποτελούν η πώληση οπτικοακουστικού υλικού, η διαφήμιση κτλ.
Σήμερα η ΕΡΤ Α.Ε είναι κερδοφόρα επιχείρηση, με πλεονασματικό προϋπολογισμό για το 2010 και θετικές προοπτικές για το μέλλον.
Τα σχέδια της Ελληνικής Κυβέρνησης για τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα συμπεριλαμβάνουν την συρρίκνωσή του χωρίς προφανείς λόγους.
Αν και οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί δεν είναι ακόμα γνωστοί στην τελική τους μορφή, βρίσκονται χωρίς αμφιβολία εκτός του πλαισίου των οδηγιών και των συστάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μετατρέπουν τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα σε έναν εμπορικό σταθμό, αγνοώντας την δημόσια αποστολή του και την αναγκαιότητα της ύπαρξής του σε μια πλουραλιστική δημοκρατική κοινωνία. Η αναστολή λειτουργίας ή η συγχώνευση δημόσιων σταθμών, σε συνδυασμό με την εργασιακή εφεδρεία του ν. 4024/2011, στην οποία υπήχθη και η ΕΡΤ, αποδυναμώνει σημαντικά τον ρόλο της στο ελληνικό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο.
Η πολιτική της Κυβέρνησης στον τομέα των δημόσιων μέσων επικοινωνίας θα οδηγήσει επίσης στην αλλοίωση του χαρακτήρα της ΕΡΤ από δημόσιο μέσο προς την κατεύθυνση ενός «κρατικού» ραδιοτηλεοπτικού φορέα.
Σήμερα η ΕΡΤ επιτελεί με συνέπεια την αποστολής της ως ανεξάρτητο και πλουραλιστικό μέσο ενημέρωσης. Η Κυβέρνηση όχι μόνο συρρικνώνει την δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση χωρίς προφανή λόγο αλλά μειώνει επιπλέον σημαντικά τις απολαβές των δημοσιογράφων, και του προσωπικού γενικά, που εργάζονται σε αυτήν, εφαρμόζοντας και στην ΕΡΤ το ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων.
H Κυβέρνηση αντιμετωπίζει τους δημοσιογράφους σαν δημοσίους υπαλλήλους και εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας και αποπειράται να πλήξει την ανεξαρτησία τους. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (EFJ):
«Το να εργάζεται κανείς σε δημόσια μέσα δεν σημαίνει ότι είναι δημόσιος υπάλληλος, μάλλον το αντίθετο.
Οι δημοσιογράφοι λογοδοτούν στο κοινό και απαιτείται να είναι ανεξάρτητοι πολιτικά και οικονομικά από την Κυβέρνηση». (Δελτίο Τύπου, 13 Οκτωβρίου 2011)
Πρέπει να τονιστεί ότι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τηλεοπτικό φορέα, τόσο δημοσιογράφοι όσο και τεχνικό προσωπικό, έχουν ήδη δει τους μισθούς τους να μειώνονται δραματικά εξαιτίας των μέτρων λιτότητας που υιοθετήθηκαν από την Κυβέρνηση στα πλαίσια της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης.
Εντούτοις το δικαίωμα στην ελεύθερη και ανεξάρτητη ενημέρωση δεν μπορεί να περιοριστεί λόγω δημοσιονομικών δυσχερειών, ανεξάρτητα από το πόσο σοβαρές είναι αυτές, καθώς αποτελεί συστατικό στοιχείο της σύγχρονης δημοκρατίας.
IV. Η αλλοίωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα και οι συνέπειές της για τις δημοσιογραφικές ενώσεις και την ελευθερία του Τύπου.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, στα πλαίσια της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, μείωσε δραστικά το επίπεδο προστασίας που παρείχε στους εργαζομένους το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων εν ισχύι μέχρι πολύ πρόσφατα.
Οι νέες διατάξεις (ν. 4024/2011, άρθρο 37) προβλέπουν την υπεροχή των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων σε σχέση με τις κλαδικές, ακόμη και όταν οι τελευταίες περιέχουν ρυθμίσεις πιο ευνοϊκές για τους εργαζόμενους.
Ανατρέπεται έτσι μια βασική αρχή του συλλογικού εργατικού δικαίου (αρχή της ευνοϊκότερης διάταξης).
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η αναστολή μέχρι το 2015 του δικαιώματος του Υπουργού Εργασίας να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική, υπό προϋποθέσεις, τις ρυθμίσεις μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής σύμβασης για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή επαγγέλματος.
Η σοβαρότερη συνέπεια των νέων διατάξεων, πέρα από την μείωση του επιπέδου προστασίας των κλαδικών συμβάσεων, είναι η δυνατότητα των εργοδοτών να απέχουν από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής σύμβασης χωρίς να εκτίθενται στον «κίνδυνο» επέκτασης και σε αυτούς των διατάξεών τους, τουλάχιστον όσο καιρό εφαρμόζεται το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής.
Το νέο νομοθετικό καθεστώς μπορεί να οδηγήσει στην αποδυνάμωση και τη διάλυση και των δημοσιογραφικών ενώσεων.
Οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις συνιστούν κατ’ αρχάς παράβαση εκ μέρους της Ελλάδας των διεθνών υποχρεώσεών της στα πλαίσια της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, στην οποία η Π.Ο.Ε.ΣΥ θα προσφύγει από κοινού με άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Σε σχέση με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ πρέπει να ληφθεί υπόψη οι συνέπειες που θα επιφέρει το νέο νομοθετικό καθεστώς στη διαπραγματευτική ισχύ των δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, και κατ’ επέκταση στις εργασιακές σχέσεις των δημοσιογράφων.
Η ελευθερία γνώμης και πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, περιλαμβάνει και την προστασία της ελεύθερης και αμερόληπτης δημοσιογραφίας, καθώς και την ύπαρξη δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών οργανώσεων με διαπραγματευτική ισχύ.
Οι εργασιακές συνθήκες και οι απολαβές του δημοσιογράφου παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατοχύρωση της ουδετερότητας και της ανεξαρτησίας του, ακόμα και απέναντι στο μέσο στο οποίο εργάζεται.
Η ΠΟΕΣΥ θεωρεί το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ άμεσα συνδεδεμένο με την ύπαρξη και την ανεξαρτησία των δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, την διαπραγματευτική τους ισχύ, την συμμετοχή τους σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς και με τις εργασιακές σχέσεις και τις απολαβές των δημοσιογράφων.
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, οι δημοσιογράφοι πρέπει να έχουν «επαρκείς συμβάσεις εργασίας που παρέχουν επαρκές επίπεδο κοινωνικής προστασίας, ούτως ώστε να μην συμβιβάζονται ως προς την αμεροληψία και ανεξαρτησία τους» και «να μην τίθενται περιορισμοί στην σύσταση σωματείων, όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες συμμετέχουν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις». [Κοινοβουλευτική Συνέλευση,
Απόφαση 1636 (2008), Δείκτες για τα μέσα σε μια δημοκρατία, σημεία 8.11-8.12].
Όχι μόνο η ίδρυση δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν πρέπει να περιορίζεται κατά τρόπο αντίθετο με την ΕΣΔΑ, αλλά και η διαπραγματευτική τους ισχύ πρέπει να κατοχυρώνεται από τη νομοθεσία και την πρακτική του κράτους-μέλους. Διαφορετικά η ελευθερία του Τύπου υπονομεύεται από ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων των ιδιοκτητών των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ