ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΜΑΣ!

ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΜΑΣ!

To PEIRATIKO REPORTAZ ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ!

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Αντι σχολίου o υπουργός είπε πολλά, θεωρητικά ωραία , που χαίδεύουν τα αυτιά. Ομως επι του προκειμένου, δηλαδή του άγριου ξύλου(ωμή κρατική βία) πολιτών απο τους άνδρες των ΜΑΤ δεν είπε ΤΙΠΟΤΑ..... ΑΠΟΛΥΤΩΣ -ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ. ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΙΑΔΗΛΩΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΝΤ και πολλά άλλα επιεικώς ....αντιδημοκρατικά !!!

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Παρασκευή, 13 Μαΐου 2011
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ομιλία του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Χρήστου Παπουτσή στις ηγεσίες και τους επιτελείς των Σωμάτων Ασφαλείας καθώς και της ΕΥΠ, στη Γ.Α.Δ.Α., για την εγγύηση της ασφάλειας των πολιτών με σεβασμό στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους δικαίου
Θα μου επιτρέψουν οι συνάδελφοι της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου να παρακάμψω το Πρωτόκολλο και να απευθυνθώ στον Αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ., στον Αρχηγό του Λ.Σ. – Ε.ΑΚ., στον αρχηγό του Π.Σ., στον Διοικητή της ΕΥΠ και να χαιρετίσω στο πρόσωπα σας όλα τα στελέχη της ηγεσίας των τριών Σωμάτων που συμμετέχουν στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Θα ήθελα να προσεγγίσω σήμερα ορισμένα ζητήματα που αφορούν το σύνολο των σωμάτων ασφαλείας, ως προς τις αρχές και αξίες που οφείλουν να διέπουν τη λειτουργία τους,
ως προς τις σχέσεις τους με τους πολίτες, αλλά και ως προς τις σχέσεις τους με τους άλλους φορείς της κοινωνίας. Θα προσεγγίσω τα ζητήματα αυτά καταρρίπτοντας ορισμένες ιδέες που συνήθως εκλαμβάνονται ως αυτονόητες.
Πρώτα από όλα, θα ήθελα να καταρρίψω την ιδέα ότι το καλό είναι απαραιτήτως ευχάριστο και, κατ’ επέκταση, ότι το δυσάρεστο είναι απαραιτήτως κακό.
Θεωρώ ότι η σοβαρή οικονομική κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας, με τις συνεπακόλουθες έντονες κοινωνικές και υπαρξιακές αγωνίες εκ μέρους των πολιτών, συνεπάγεται μεν μια σειρά προφανών δυσάρεστων καταστάσεων για πολλούς από τους συμπολίτες μας, αλλά ταυτόχρονα συνιστά ερέθισμα, συνιστά πρόκληση για βελτίωση, για μεταρρύθμιση, για πρόοδο.
Μια περίοδος κρίσης είναι όντως καταστροφική αν παραμείνουμε στις εμφανείς αρνητικές της όψεις.
Μια περίοδος κρίσης είναι όμως ευεργετική αν εκληφθεί ως αφορμή αναστοχασμού, επαναπροσδιορισμού στόχων και επιλογής των μέσων για την επίτευξή των στόχων μας.
Η πρόκληση που εγείρεται μπροστά μας δεν έγκειται επομένως στο πώς μπορούμε να ελαττώσουμε ή, έστω, να ελέγξουμε τις συνέπειες της κρίσης ούτως ώστε να αποφύγουμε το αδιέξοδο προς το οποίο μας οδηγεί.
Η πρόκληση έγκειται στο πως μπορούμε να βασιστούμε στις συνέπειες αυτές για να ανοίξουμε νέους δρόμους, και να εγγυηθούμε την αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας των κατοίκων της χώρας μας, δρώντας αυστηρά μέσα στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου.
Θα ήθελα εν προκειμένω να καταρρίψω την ιδέα ότι ασφάλεια είναι μόνο η προστασία της ζωής και περιουσίας των ημεδαπών και αλλοδαπών κατοίκων της χώρας.

Αναμφισβήτητα, κύριος στόχος της ΕΛΑΣ είναι η μείωση του διάχυτου αισθήματος ανασφάλειας, που αναπόφευκτα οξύνεται σε περίοδο οικονομικής κρίσης, μέσω της αποτελεσματικής πάταξης της εγκληματικότητας – είτε πρόκειται για τις διάφορες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος, είτε για την καθημερινή μικροεγκληματικότητα που θίγει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα παροχής προστασίας εκ μέρους της αστυνομίας.
Αναμφισβήτητα επίσης, κύριος στόχος του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής είναι η μείωση της ανασφάλειας των κατοίκων της νησιωτικής Ελλάδος μέσω της αποτελεσματικής πάταξης ορισμένων μορφών εγκληματικότητας αλλά και της φύλαξης των θαλάσσιων εθνικών συνόρων.
Αναμφισβήτητα, τέλος, κύριος στόχος του Πυροσβεστικού Σώματος είναι η μείωση του αισθήματος ανασφάλειας πολλών κατοίκων αγροτικών και αστικών περιοχών, ως προς την προστασία των περιουσιών τους από πυρκαγιές δασικών εκτάσεων, αλλά και η διασφάλιση, σε όλους τους κατοίκους της χώρας της προστασίας του δασικού πλούτου.
Σύγχρονες απειλές με διεθνείς προεκτάσεις, όπως το οργανωμένο έγκλημα, η εμπορία ανθρώπων, το οικονομικό έγκλημα, η διακίνηση ναρκωτικών, η τρομοκρατία, η παράνομη μετανάστευση, η ρύπανση του περιβάλλοντος, έχουν εξελιχθεί ποσοτικά και ποιοτικά, έχουν υπερβεί τα συμβατικά μέτρα και έχουν αναχθεί σε μείζονα ζητήματα κοινωνικής κριτικής και κρατικού προβληματισμού.
Παράλληλα η αντιμετώπιση των απειλών της ζωής των πολιτών και των υλικών αγαθών τους από φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές και ο περιορισμός των κινδύνων από κάθε είδους ατυχήματα αποτελούν σημαντικές προτεραιότητες του σύγχρονου κράτους πρόνοιας.
Είναι, επίσης σαφές ότι τα νέα δεδομένα καθιστούν επιτακτική και για τη χώρα μας την αναζήτηση λύσεων και την άμεση υλοποίηση πολιτικών και μέτρων που να καθιστούν δυνατή την άμεση και επαρκή ανταπόκριση της Πολιτείας στις καθημερινές κοινωνικές ανάγκες και να θωρακίζουν τις άμυνές μας απέναντι σε όλους αυτούς τους κινδύνους που απειλούν το αίσθημα ασφαλείας των πολιτών αλλά και ενάντια σε όσους αμφισβητούν την πρόθεση και τις δυνατότητες μας να ανταποκριθούμε εξίσου καλά με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες της Συνθήκης του Schengen, που αποτελεί πλέον μέρος του σκληρού πυρήνα του Κοινοτικού κεκτημένου.
Τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά δεδομένα και ο χαρακτήρας της Ελλάδας ως κατεξοχήν ναυτικής χώρας επιβάλλουν τη θεώρηση του όρου «ασφάλεια» ως μια ευρύτερη έννοια, στο πλαίσιο της οποίας ο χερσαίος, εναέριος και θαλάσσιος χώρος νοούνται ως ενιαία ενότητα στο πλαισίου του ενιαίου δόγματος ασφάλειας της χώρας, εντός του οποίου η Πολιτεία οφείλει να παρέχει συντονισμένα, αποτελεσματικά και ισόρροπα το απαραίτητο επίπεδο προστασίας και ασφάλειας.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση προωθούμε ήδη την επεξεργασία ενός Προεδρικού Διατάγματος για τη δημιουργία του Επιτελείου για το συντονισμό της δράσης και των τριών Σωμάτων στο πλαίσιο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

Η ανασφάλεια των πολιτών τροφοδοτείται από πολλές πηγές.

Μία από αυτές είναι η άσκηση βίας στο δημόσιο χώρο, είτε από ιδιώτες είτε από εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας.
Έχω επανειλημμένως καταδικάσει τη βία, από όπου και αν προέρχεται. Έχω επανειλημμένως καταδικάσει τόσο τους δράστες, όσο και τους κατά καιρούς, πολιτικούς υποκινητές τους.
Πιστεύω ακράδαντα όμως ότι ο συνεχής αναπροσδιορισμός των ορίων της κρατικής εξουσίας ως προς τους πολίτες είναι χαρακτηριστικό της λειτουργίας κάθε δημοκρατικής κοινωνίας.
Είναι σύμπτωμα δημοκρατίας και όχι αναρχίας.
Η υιοθέτηση διαφόρων τρόπων διαμαρτυρίας εκ μέρους των πολιτών δημιουργεί μεν προφανές πρόβλημα στο βαθμό που συνοδεύεται συχνά από βία, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει την υγιή ανάπτυξη της δημοκρατίας στη χώρα μας.
Δεν ζητάμε και δε ζητήσαμε ποτέ τη νέκρωση των κοινωνικών αγώνων.
Δεν ζητάμε σε καμιά περίπτωση τη νέκρωση της κοινωνίας των πολιτών.
 Αντίθετα, ζητάμε από τους πολίτες να εμπλακούν όσο το δυνατόν βαθύτερα στη συλλογική προσπάθεια της κοινωνίας, ούτως ώστε να συμβάλλουν ενεργά στη διαμόρφωση ενός καλύτερου μέλλοντος.
 Όμως στις περιπτώσεις αυτές, η χρήση βίας υπονομεύει το όποιο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, τον όποιο στόχο, γιατί απομακρύνει ένα μεγάλο μέρος πολιτών που θα ήθελαν ενδεχομένως να συμμετάσχουν ή έστω να υποστηρίξουν τους αγώνες αυτούς.
Η χρήση βίας προκαλεί συχνά ακριβώς το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα γιατί νομιμοποιεί τη χρήση κρατικής βίας και οδηγεί νομοτελειακά στην ενίσχυση του κατασταλτικού μηχανισμού.
Αυτό είναι γνωστό τόσο στους διαδηλωτές όσο και στους διοργανωτές των διαδηλώσεων.
 Και οι μεν και οι δε γνωρίζουν πολύ καλά γιατί τους ζητούμε επίμονα, τόσο στη Βουλή όσο και δημοσίως, να περιφρουρούν αποτελεσματικότερα τις κινητοποιήσεις και τις πορείες τους.
Αυτή η προσέγγιση βέβαια δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζω τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των σωμάτων ασφαλείας.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι, σε μια ευνομούμενη πολιτεία, ασφάλεια είναι πρωτίστως η ασφάλεια του δικαίου.
Είναι ασφαλής ο πολίτης όταν γνωρίζει ότι δεν κινδυνεύει να πέσει θύμα αυθαιρεσίας εκ μέρους των μελών των σωμάτων ασφαλείας.
Είναι ασφαλής ο πολίτης όταν γνωρίζει ότι, έστω και αν καταστεί θύμα αυθαιρεσίας, μπορεί βάσιμα να ελπίζει ότι οι υπαίτιοι θα τιμωρηθούν.
Είναι ασφαλής ο πολίτης όταν γνωρίζει ότι τα ίδια τα σώματα ασφαλείας προστατεύουν την εικόνα τους, προστατεύουν το κύρος τους, αποκηρύσσοντας έμπρακτα τα στελέχη τους που παρεκτρέπονται.
Αυτή η σχέση εμπιστοσύνης προς τα σώματα ασφαλείας δεν υπάρχει ακόμα στη χώρα μας.
Δυστυχώς, και όπως η πρόσφατη επικαιρότητα, επιβεβαίωσε ότι μέχρι ενός σημείου η δυσπιστία είναι δικαιολογημένη.
Μεμονωμένα περιστατικά βίας και αστυνομικής αυθαιρεσίας που ακυρώνουν στην πράξη τον επιτελικό σχεδιασμό και τις προσπάθειες εκατοντάδων στελεχών της αστυνομίας.
Παρόλες τις συνεχείς προσπάθειες των εκάστοτε ηγεσιών, και στην προκειμένη περίπτωση παρά τις ασταμάτητες προσπάθειες της σημερινής ηγεσίας της ΕΛΑΣ, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει και είναι εμφανές ένα δημοκρατικό έλλειμμα.
Μπορούν τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας να εδραιώσουν την ιδέα ότι αξίζουν την εμπιστοσύνη των συμπολιτών μας; Μπορούν να δεχτούν την ιδέα του αποτελεσματικού εσωτερικού αλλά και εξωτερικού ελέγχου των ενεργειών τους ως απαραίτητη προϋπόθεση άσκησης του λειτουργήματός τους;Μπορούν να δεχτούν ότι ο έλεγχος αυτός δεν τους μειώνει, περιορίζοντας το πεδίο εξουσίας τους, αλλά τους ανυψώνει, αναγκάζοντάς τους να είναι αποτελεσματικοί χωρίς να παραβιάζουν τις ηθικές αρχές που περιχαρακώνουν τα όρια του πεδίου εξουσίας τους; Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας.
Η επικείμενη έναρξη της λειτουργίας του Γραφείου καταγγελίας περιστατικών αυθαιρεσίας στο Υπουργείο της Προστασίας του Πολίτη είναι ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Το Γραφείο όμως αυτό δεν θα μπορέσει να αποκτήσει ζωή αν δεν του την εμφυσήσετε εσείς. Δεν θα μπορέσει να καταστεί αξιόπιστο στα μάτια των συμπολιτών μας αν δεν θελήσετε εσείς να συμβάλλετε στον βαθύ εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό των σωμάτων σας.
Εσείς κρατάτε στα χέρια σας τη δύναμη για να αποφασίσετε με τι τρόπο θα ασκήσετε την εξουσία που σας έχει εμπιστευθεί η κοινωνία.
Η πραγματική σας δύναμη είναι να μην κάνετε κατάχρηση της εξουσίας σας.
Ταυτόχρονα, βέβαια, θα ήθελα να καταρρίψω την ιδέα ότι η αυθαιρεσία ενδημεί εντός των σωμάτων ασφαλείας. Όπως όλοι γνωρίζουμε, η εικόνα αυτή, που τόσο συχνά προβάλλεται από ορισμένους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, είναι τεχνητή. Είναι τεχνητή γιατί γενικεύει το μεμονωμένο. Γιατί αποδίδεται στο σύνολο, ενώ αφορά ένα μόνο παράδειγμα.
Αρκεί ένα περιστατικό για να αμαυρώσει κόπους και επιτυχίες μηνών, αν όχι ετών. Είναι επίσης τεχνητή γιατί παραγνωρίζει τα κίνητρα.
Χωρίς να υποτιμώ τον ρόλο ενδεχόμενων ιδεολογικών κινήτρων, και χωρίς να παραγνωρίζω τον ψυχολογικό παράγοντα του εξουσιαστικού πειρασμού κατά την άσκηση της εξουσίας, θεωρώ, όπως όλοι σας, ότι η αυθαιρεσία απορρέει πρωτίστως από δομικούς λόγους.
Είναι απόρροια απογοήτευσης, γιατί τα ιδεώδη που κυριαρχούσαν κατά τη στιγμή εισόδου στο σώμα έχουν αποδυναμωθεί από τη ρουτίνα και αντικατασταθεί από μια αίσθηση ματαιοπονίας.
Είναι απόρροια της κούρασης, λόγω αντίξοων συνθηκών εργασίας.
Και, τέλος, είναι απόρροια μιας υπηρεσιακής ανάγκης αντιστάθμισης ατελών υποδομών και εκπαίδευσης του προσωπικού, όπου η παραγωγή έργου εξασφαλίζεται εν ανάγκη έστω και μέσω της παρανομίας.
Μπορούμε λοιπόν να αντιστρέψουμε αυτά τα δεδομένα;
Πιστεύω πως ναι, αν δεχτούμε την ανάγκη του εκσυγχρονισμού και του εκδημοκρατισμού.
Η δημιουργία νέων υπηρεσιών, η οργάνωση δομών εντός του Υπουργείου, ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός ορισμένων υπηρεσιών, είναι τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
 Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι συνεχείς εκκλήσεις για ευρωπαϊκή συμμετοχή στη διαχείριση ορισμένων πτυχών της πολιτικής ασύλου και του ελέγχου των συνόρων.

Ο εκσυγχρονισμός όμως πρέπει να γίνει βαθύτερος.


Πρέπει να αναθεωρήσουμε τις μεθόδους δράσης των Σωμάτων Ασφαλείας του Πολίτη, αλλά και το πλαίσιο που διέπει τη δράση σας με τους υπόλοιπους πολιτειακούς θεσμούς και φορείς.
Θα ήθελα εδώ να καταρρίψω την ιδέα ότι η τήρηση της εσωτερικής τάξης και ασφάλειας είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των σωμάτων ασφαλείας.
Αν και έχω επανειλημμένως ζητήσει από τους πολίτες να αποφεύγουν την προσφυγή στη βία, δεν επιχειρώ να μετακυλήσω τις ευθύνες των σωμάτων ασφαλείας προς τους πολίτες.
Ούτε επιδιώκω να αποσείσω από πάνω μου το πολιτικό βάρος της υιοθέτησης απαραίτητων κατασταλτικών μέτρων, εάν είναι αναγκαία για τη δημόσια ασφάλεια.
 Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να επαναπροσδιορίσω δημόσια τα δημοκρατικά όρια δράσης των σωμάτων ασφαλείας.
Υπενθυμίζω, επομένως, ότι η τήρηση της τάξης σε μια δημοκρατική, ευνομούμενη πολιτεία βασίζεται πρωτίστως στον δημοκρατικό διάλογο με τους πολίτες για την επίλυση των κοινωνικών συγκρούσεων.
Ζούμε σε κοινοβουλευτική δημοκρατία, τα σώματα Ασφαλείας, η Ελληνική Αστυνομία το Λιμενικό Σώμα- Ελληνική Ακτοφυλακή, το Πυροσβεστικό Σώμα, η ΕΥΠ, η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας, είναι όργανα της πολιτείας τα οποία συμβάλλουν στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και στην εφαρμογή των νόμων.
Το κράτος όμως δεν περιορίζεται στην αστυνομία. Το κράτος είναι η δημόσια διοίκηση , η αυτοδιοίκηση, οι θεσμοί του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Είναι ΚΑΙ η Αστυνομία , το Λιμενικό Σώμα- Ελληνική Ακτοφυλακή, το Πυροσβεστικό Σώμα, η ΕΥΠ, η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας. Τα σώματα Προστασίας του Πολίτη δεν υποκατέστησαν όλους τους άλλους κρατικούς φορείς στην οργάνωση του κοινωνικού διαλόγου και στην υλοποίηση των πολιτικών της κυβέρνησης.
Δεν ξέρω πόσοι πιστεύουν στη λογική του αστυνομικού κράτους αλλά είναι πολύ μικρή μειοψηφία στην κοινωνία…
Οι πολιτικοί αγώνες γίνονται με όπλο τις ιδέες, τις απόψεις και τις προτάσεις.
Οι πολιτικοί αγώνες σε συνθήκες Δημοκρατίας δεν γίνονται με όπλα, με μολότοφ, τσεκούρια, ρόπαλα και πέτρες.
Τα πολιτικά ζητήματα λύνονται με διάλογο. Δεν λύνονται με τη βία. Δεν λύνονται με σύγκρουση.
Διάλογος και συνεννόηση.
 Αυτή είναι η διαρκής πολιτική επιδίωξη της κυβέρνησης. Το Κράτος είναι ισχυρό όταν δεν χρησιμοποιεί τη δύναμη και την εξουσία που έχει.
Όταν οργανώνει τη λειτουργία της κοινωνίας μέσα από την άμβλυνση των αντιθέσεων. Μέσα από τη διαρκή και επίπονη προσπάθεια για την άμβλυνση των αντιθέσεων.
Η δημοκρατική διακυβέρνηση στηρίζεται στη συνεννόηση και όχι στη βίαιη επιβολή της κρατικής βούλησης.
Τελευταία ακούω κάποιους στο δημόσιο διάλογο να αναφέρονται στην έννοια της νόμιμης άσκησης κρατικής βίας ως μέσο επιβολής του νόμου.
Σύμφωνοι. Θέλω όμως να τους υπενθυμίσω ότι ακόμη και σε αυτή την περίπτωση οφείλουμε σεβασμό στους περιορισμούς που θέτει το Κράτος Δικαίου.
Όπως επίσης ότι η νόμιμη άσκηση κρατικής βίας περιορίζεται από την υπέρτατη ευθύνη που έχει μια δημοκρατική κυβέρνηση να περιφρουρεί το συλλογικό συμφέρον της κοινωνίας σταθμίζοντας κάθε φορά τα διακυβεύματα. Έτσι ώστε να μην τίθενται σε κίνδυνο ευρύτερα η ευταξία και η ευνομία εξαιτίας παρατεταμένων κοινωνικών κρίσεων.
Και αυτό δεν είναι η διατύπωση μιας προσωπικής μου θέσης. Είναι η επιταγή του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Θέλω να είμαι ειλικρινής. Δεν υποτιμώ καθόλου τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στην κοινωνία. Ούτε αγνοώ ότι το αίσθημα της ανασφάλειας των πολιτών εντείνεται από την αβεβαιότητα που προκαλείται από την περιρρέουσα κρίση.

Ούτε περιφρονώ την αγωνία των πολιτών για την διαφύλαξη ενός επιπέδου ζωής ικανού για την εξασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος στους ίδιους και στα παιδιά τους.
Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι παρέχεται καθεστώς ανοχής στη βία.
Το αντίθετο μάλιστα. Είναι μηδενική η ανοχή στη βία απ’ όποιο χώρο κι αν προέρχεται.
Δεν σκοπεύω όμως να πέσω στην παγίδα της βίας και του αυταρχισμού αποκλίνοντας από τις αρχές της συναινετικής διακυβέρνησης και του δημοκρατικού διαλόγου.
Δεν σκοπεύω να ακούσω τα καλέσματα των σειρήνων του αυταρχισμού εις βάρος της αναζήτησης κοινωνικών και πολιτικών ισορροπιών.
 Επομένως, δεν σκοπεύω να υποκύψω στον πειρασμό μιας εύκολης και αναποτελεσματικής κατασταλτικής πολιτικής, προς δημιουργία εντυπωσιασμού και άγραν ψηφοφόρων.
Ο συνεχής αναπροσδιορισμός των ορίων της κρατικής εξουσίας ως προς τους πολίτες είναι χαρακτηριστικό της λειτουργίας κάθε δημοκρατικής κοινωνίας.
 Είναι σύμπτωμα ισχύος της δημοκρατίας.
Δεν είναι σύμπτωμα αδυναμίας και αναρχίας.
Η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση καθώς το οργανωμένο έγκλημα εξοπλίζεται, εκσυγχρονίζεται και αυτοχρηματοδοτείται.
 Ενώ οι φτωχοδιάβολοι της μικροεγκληματικότητας πολλαπλασιάζονται λόγω της οικονομικής κρίσης και της παράνομης μετανάστευσης.
Δεν θα επιτρέψουμε να εγκλωβιστεί η Ελλάδα στο φαύλο κύκλο της ανομίας.
Κι αυτό είναι υποχρέωση μας.
 Είναι υποχρέωση κάθε δημοκρατικής κυβέρνησης προς την κοινωνία.
Η αλήθεια είναι ότι η Κυβέρνηση καλείται σήμερα, κυριολεκτικά «εδώ και τώρα» να λύσει ταχύτατα τα συσσωρεμένα προβλήματα δεκαετιών που αφορούν την εγκληματικότητα, το άσυλο, την παράνομη μετανάστευση, την υποβάθμιση αστικών περιοχών.
 Όμως και πάλι δεν έχουμε ούτε και τώρα το δικαίωμα να επιτρέψουμε να εγκλωβιστεί η Ελλάδα στο φόβο.
Δεν μπορούμε να ατενίσουμε με αισιοδοξία το μέλλον εάν η κοινωνία μας οργανώνεται με βάση το φόβο και την ανασφάλεια των πολιτών.
Ας μην ξεχνάμε βέβαια, μέσα σε αυτό το κλίμα, τις μεγάλες επιτυχίες των διωκτικών αρχών στην καταπολέμηση της ανασφάλειας της βίας και του τρόμου, με τον πρωτοφανή αριθμό συλληφθέντων τρομοκρατών και την επίσης πρωτοφανή αριθμό συλληφθέντων του οργανωμένου εγκλήματος.
Αλλά, παρά τις πολύ μεγάλες επιτυχίες, από εμένα δεν θα ακούσετε τη φράση «εξάρθρωση της τρομοκρατίας».
Πρώτα απ’ όλα γιατί η τρομοκρατία είναι ένα φαινόμενο το οποίο γεννάται και αναπαράγεται.
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι εμείς πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο στη ρίζα του. Να εξαλείψουμε αν είναι δυνατόν τις αιτίες που δημιουργούν αυτό το φαινόμενο.
Να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να κάνει εισαγωγή τρομοκρατίας στη χώρα μας. Και σε κάθε περίπτωση να αποτρέψουμε, με την πειθώ, με τον διάλογο, με τη στάση μας, με το παράδειγμα μας, με την ενίσχυση του Κράτους Δικαίου, όσους επιλέγουν τη βία ως στάση ζωής, να μπορέσουν να αφαιρέσουν τη ζωή κάποιου άλλου.
Αυτή είναι η προσπάθεια της οργανωμένης πολιτείας και σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι διωκτικές αρχές με εξαιρετικό συντονισμό και συνεργασία στον επιτελικό σχεδιασμό και τις επιχειρήσεις.
Υπενθυμίζω επίσης ότι η τήρηση της δημόσιας τάξης δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι ένα από τα μέσα που έχει στη διάθεσή της μια κυβέρνηση για την επίτευξη του απώτερου σκοπού, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την προστασία της κοινωνικής ειρήνης.
Αντίθετα δε από ό,τι συνήθως προβάλλεται, η μέγιστη επίδειξη δύναμης αυτών που έχουν εξουσία, είναι η αυτοσυγκράτηση, είναι η ελεγχόμενη άσκηση της δύναμής τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ανεκτή η οποιαδήποτε βίαιη συμπεριφορά εκ μέρους των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι η αντιμετώπιση της βίας καλεί πρωτίστως τους κυβερνώντες να επεξεργαστούν τους υπάρχοντες δίαυλους διαχείρισης των εκάστοτε κοινωνικών και πολιτικών κρίσεων και να ανακαλύψουν νέους –ίσως- τρόπους επικοινωνίας με τους πολίτες.
Η ήπια διαχείριση των κοινωνικών κρίσεων δεν είναι σύμπτωμα μαλθακής αστυνόμευσης αλλά συνειδητή εφαρμογή νέων δρόμων επικοινωνίας με τους πολίτες εν κρίσει, εκ μέρους μιας ισχυρής κυβέρνησης.
Αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται ορισμένοι πολιτικοί και δημοσιογραφικοί χώροι, η άρνηση καταστολής δεν είναι ένδειξη αδυναμίας αλλά ισχύος του κρατικού μηχανισμού.
Κάθε αντίθετη προσέγγιση υπονοεί και προϋποθέτει ότι ο λαός είναι και θα παραμείνει, πολιτικά ανώριμος.
Ότι είναι και θα παραμείνει ανίκανος να εκτιμήσει την αξία μιας ήπιας, δημοκρατικής αντιμετώπισης εκ μέρους των κυβερνώντων του.
Η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, η εδραίωση των αρχών της ισονομίας και ισοπολιτείας και η καθολική αποδοχή της επικράτησης των αρχών του κράτους δικαίου βασίζονται ακριβώς στη συντονισμένη λειτουργία όλων των δημόσιων θεσμών και φορέων – και όχι στη μονοδιάστατη προβολή του σκληρού προσώπου του κρατικού μηχανισμού.
Η καταστολή δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καθίσταται πρώτη αλλά ύστατη απάντηση του κράτους.
Κάθε άλλη πολιτική επαναφέρει στο προσκήνιο τον κίνδυνο της αυταρχικής διακυβέρνησης και του αστυνομοκρατούμενου κράτους.
Όμως και πάλι, χρειάζεται να «σκύψουμε» στο εσωτερικό μας. Να πάρουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διαμορφώσουμε ένα νέο πνεύμα στη λειτουργία των Σωμάτων. Μία νέα κουλτούρα σε όλα τα στελέχη, από την ηγεσία έως τους πρώτους βαθμοφόρους.

Και θέλω να είμαι απολύτως σαφής.

Μια υπηρεσία όσο ισχυρή, αποτελεσματική ή δημοφιλής κι αν εμφανίζεται, είναι προτιμότερο να διαλυθεί και να συγκροτηθεί από την αρχή παρά να λειτουργεί σε ένα ιδιόμορφο καθεστώς ανοχής που εξυπηρετεί από την μια πλευρά κάποιες ατομικές συμπεριφορές ανυπακοής, απειθαρχίας, αυθαιρεσίας, βίας και κατάχρησης εξουσίας και από την άλλη πλευρά να επιτρέπει σε περιπτώσεις αδικοπραξίας μία ιδιόμορφη συντεχνιακή συγκάλυψη.
Ιδιαίτερα για τις Μονάδες της πρώτης γραμμής που βρίσκονται σε διαρκείς επιχειρήσεις και αναφέρομαι τόσο στις πεζοπόρες όσο και στις εποχούμενες.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι χρειάζεται άμεσα η ενίσχυση των προγραμμάτων εκπαίδευσης και ψυχολογικής υποστήριξης και με ευθύνη της ηγεσίας, αναθεώρηση των κανόνων εμπλοκής.
Χρειάζονται συνεχείς ασκήσεις ετοιμότητας, πειθαρχίας και ειδικών επιχειρήσεων με αξιοποίηση καλών πρακτικών και βέλτιστων μεθόδων από την εμπειρία των εταίρων μας.
Χρειάζεται διαρκής αξιολόγηση επιχειρησιακής ικανότητας των μονάδων και των ανθρώπων.
Αλλά, πάνω απ’ όλα, χρειάζεται η παραδειγματική τιμωρία για όσους αυθαιρετούν, για όσους απομακρύνονται μόνοι τους από τους επιχειρησιακούς σχηματισμούς και ασκούν βία εις βάρος των πολιτών ή αξιοποιούν την εξουσία τους με τρόπο καταχρηστικό, προσβλητικό ή προκλητικό προς τους πολίτες.
Πρέπει να προχωρήσουμε σε μία δέσμευση. Όχι η πολιτική ηγεσία με την ηγεσία των Σωμάτων, αλλά σε μία δέσμευση των στελεχών των Σωμάτων: Να μη μένει κανείς ατιμώρητος για επιλογές που προκαλούν το κοινό αίσθημα και βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον.
Παράλληλα βέβαια, τονίζω ότι η αποτελεσματική τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας συνεπάγεται την ενεργό συνεργασία και αντίστοιχη ανάληψη ευθυνών όλων των αρμόδιων φορέων, από τη Τοπική Αυτοδιοίκηση και τη Δημοτική Αστυνομία, ως προς την πάταξη του παραεμπορίου και της πορνείας για παράδειγμα στα αστικά κέντρα, έως τις αθλητικές αρχές ως προς την πάταξη της βίας στους αθλητικούς χώρους.
 Η σημερινή κατάσταση στο κέντρο της Αθήνας, παραδείγματος χάρη, είναι αποτέλεσμα πολυετούς αδράνειας εκ μέρους των αρχών.
Τα πολλαπλά προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί στην περιοχή είναι σύνθετα και δεν μπορούν να λυθούν ως διά μαγείας. Η κυβέρνηση έχει ήδη δρομολογήσει μια σειρά μέτρων και συντονίζει τις προσπάθειες όλων των εμπλεκόμενων φορέων ούτως ώστε να επιτευχθούν ικανοποιητικά αποτελέσματα όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Από το προηγούμενο καλοκαίρι, μία Διυπουργική Επιτροπή, υπό την προεδρία του Υπουργού Εσωτερικών, του κ. Γιάννη Ραγκούση επιχειρεί να διαμορφώσει ένα συνολικό πλαίσιο πολιτικών πρωτοβουλιών και μέτρων από όλα τα συναρμόδια Υπουργεία, τα οποία θα συνδράμουν και θα συνεισφέρουν σε ένα συνολικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του κέντρου της Αθήνας. Και την ερχόμενη μάλιστα Δευτέρα, στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός θα παρουσιάσει τα αποτελέσματα αλλά και τη δέσμη των πρωτοβουλιών της Κυβέρνησης μας.
Θέλω όμως να είμαι σαφής. Είναι συχνά έκδηλη η απροθυμία πολλών από τους φορείς αυτούς να επωμιστούν τις ευθύνες τους. Η απροθυμία, η αδυναμία αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προκαλεί μια εν τοις πράγμασι μετακύλιση αρμοδιοτήτων προς τα σώματα ασφαλείας γιατί, από άλλο δρόμο αυτή τη φορά, ανοίγουμε πάλι την πόρτα στην αυταρχική διακυβέρνηση.


Εν κατακλείδι, η κρίση που διαπερνά τη χώρα μας μπορεί να γίνει μάθημα δημοκρατίας τόσο για τους πολίτες όσο και για την κυβέρνηση.
Για τους πολίτες, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα αναζήτησης νέων, μη βίαιων, τρόπων άσκησης του δικαιώματος συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
 Για την κυβέρνηση -και αυτή είναι η δέσμευση του Γιώργου Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ- μπορεί να αποτελέσει κίνητρο ενίσχυσης της αξιοπιστίας της στα μάτια των πολιτών μέσα από την ενδυνάμωση του κράτους δικαίου αλλά και της ήπιας διαχείρισης των εκάστοτε κοινωνικών κρίσεων, σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη και κρίσιμη για τη χώρα μας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, τα σώματα ασφαλείας καλούνται να σταθούν στο πλευρό του πολίτη, όλων των κατοίκων της χώρας.
Προστατεύοντας τις ζωές και περιουσίες τους και πάνω απ’ όλα τις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η δέσμευση της δικής μας κυβέρνησης, της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου είναι ακριβώς αυτή. Μεταρρύθμιση και εκδημοκρατισμός. Εκδημοκρατισμός και μεταρρύθμιση.
Νέες σύγχρονες δομές, νέες τεχνολογίες, σύγχρονες επιχειρησιακές μέθοδοι, διεθνής συνεργασία, διαρκής και πολύπλευρη εκπαίδευση των στελεχών σε όλες τις βαθμίδες, διαρκής και ουσιαστική και στενή συνεργασία και συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Μα πάνω από όλα σεβασμός στα δικαιώματα των πολιτών, όπως αυτά καθορίζονται στο σύνταγμα και τους νόμους της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Οι Περιφερειακές Διοικήσεις και των τριών Σωμάτων οφείλουν να ανανεώσουν και να ανανεώνουν διαρκώς, τα ειδικά επιχειρησιακά τους σχέδια καταγράφοντας τις δράσεις που αναπτύσσουν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και των ενδεχόμενων κινδύνων, αλλά και τις επιδιωκόμενες συνεργασίες με συναρμόδιους φορείς, ιδιαίτερα όμως με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις νέες Περιφερειακές Αρχές.
Βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη περίοδο όσον αφορά το εσωτερικό περιβάλλον ασφάλειας της χώρας.
H σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από την αύξηση των κρουσμάτων βαρύνουσας εγκληματικότητας, τόσο λόγω της δράσης εγχώριων εγκληματικών ομάδων και δραστών, όσο και λόγω της επιρροής του διεθνούς-διασυνοριακού εγκλήματος με τη διακίνηση προϊόντων εγκλήματος.
Ειδικότερα οι κοινωνικές εντάσεις βρίσκονται σε έξαρση τις τελευταίες ημέρες λόγω διαφόρων περιστατικών που «προβοκάρουν» τις κοινωνικές διαμαρτυρίες, είτε αυτές είναι δικαιολογημένες είτε όχι.
Ο κίνδυνος εμφάνισης εκνόμων ενεργειών με κίνητρα μισαλλοδοξίας είναι ιδιαίτερα υψηλός.
Πρέπει να θεωρούμε ότι πλέον έχουμε εντοπίσει τη συγκέντρωση παραβατικότητας σε συγκεκριμένες περιοχές των αστικών κέντρων, όπου συνυπάρχει η υψηλή πληθυσμιακή κινητικότητα, υπερσυσσώρευση αλλοδαπών, διακίνηση ναρκωτικών και υποβάθμιση του δημοσίου χώρου.
Χαρακτηριστικό είναι το πρόβλημα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας για το οποίο πρέπει διαρκώς να αναπτύσσουμε στοχευμένες επιχειρησιακές δράσεις.
Και χαίρομαι γιατί μετά την απεμπλοκή των δυνάμεων από την Κερατέα έχουν πολλαπλασιαστεί και η καθημερινή παρουσία αλλά και οι καθημερινές επιχειρήσεις της Αστυνομίας στο κέντρο της Αθήνας με ορατά αποτελέσματα. Όμως και πάλι δεν αρκεί. Χρειάζεται μια πολύ μεγάλη και συντονισμένη προσπάθεια. Αμέσως μετά από την ανακοίνωση της δέσμης των πολιτικών της Κυβέρνησης από τη Δευτέρα και σε πλήρη συντονισμό των Υπουργείων, των φορέων αλλά και του Δήμου της Αθήνας, θα δώσουμε τη μάχη για να ανακτήσει η Αθήνα το χαμένο της πρόσωπο. Αυτή είναι η δέσμευση της Κυβέρνησης, αυτή είναι η δέσμευση του Γιώργου Παπανδρέου. Κι εγώ από τη θέση του Υπουργού στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, αλλά και από τη θέση την οποία με έφερε ο Αθηναϊκός λαός, τιμώντας με τέσσερις φορές με την ψήφο του, θα δώσω τη μάχη μου για να πετύχουμε αυτόν ακριβώς το στόχο.
Ούτως ή άλλως η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα, το στολίδι της χώρας και οφείλουμε όλοι, με κάθε τρόπο, να επιμείνουμε σε αυτό. Πέρα όμως της επί μέρους μικρής ή μεγάλης εγκληματικότητας, υπάρχει το θέμα της παράνομης μετανάστευσης. Ένα μεγάλο θέμα το οποίο επηρεάζει συνολικά την κατάσταση που διαμορφώνεται στο κέντρο της Αθήνας.
Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να μείνει ως έχει. Είναι προφανές ότι πρέπει να αναπτύξουμε όλες εκείνες τις συνέργειες που απαιτούνται προκειμένου να διαμορφώσουμε το καλύτερο πλαίσιο, όχι μόνο για την Αθήνα, κυρίως όμως για να αποκαταστήσουμε το κύρος της χώρας, το οποίο πλήττεται βάναυσα στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όχι μόνο γιατί αμφισβητείται η ικανότητά μας να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις της χώρα μας προς τη Συνθήκη του Schengen αλλά κυρίως γιατί η γεωγραφική θέση της χώρας μας, ως πύλη εισόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργεί μια «λεωφόρο» την οποία επιλέγουν οι διακινητές των παράνομων μεταναστών για να τους οδηγήσουν στο ευρωπαϊκό έδαφος. Και γιατί άραγε επιλέγουν την Ελλάδα; Είναι γιατί έχουμε ένα απηρχαιωμένο σύστημα Ασύλου. Είναι γιατί επί χρόνια επιτρέψαμε να διογκωθεί αυτό το φαινόμενο. Είναι γιατί γνωρίζουν ότι σύμφωνα με την προηγούμενη κατάσταση - όπως είχε διαμορφωθεί πριν τις μεταρρυθμίσεις που κάναμε τους τελευταίους μήνες- απλά και μόνο η είσοδος ενός παράνομου μετανάστη στην Ελλάδα του έδινε χρόνο παρουσίας στη χώρα μας πάνω από τρία χρόνια. Και αυτόματα του έδινε την ελπίδα για να διεκδικεί διαρκώς, με χίλιους τρόπους να προχωρήσει προς την Ευρώπη. Αυτή όμως η διαπίστωση είναι που κλονίζει την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών προς τη χώρα μας. Δεν είναι λίγες οι φωνές εκείνες οι οποίες θέτουν, άλλοτε δυνατά, άλλοτε σιωπηλά, ψιθυριστά, το θέμα του να διακοπεί για κάποια περίοδο, λόγω ακριβώς κάποιων προβλημάτων, η συμμετοχή της Ελλάδας στο χώρο Schengen.
Όμως αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Και για αυτό το λόγο πρέπει να αναπτύξουμε μια δέσμη πολιτικών γύρω από το θέμα της αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης, το οποίο σημαίνει:
Όχι μόνο αυστηροί έλεγχοι στα σύνορα, στα θαλάσσια σύνορα από το Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή και στα χερσαία σύνορα από την Ελληνική Αστυνομία.
 Όχι μόνο αυστηροί έλεγχοι με τις υπηρεσίες αλλοδαπών και διαβατηρίων στα αεροδρόμια της χώρας. Όχι μόνο αυστηροί έλεγχοι στα λιμάνια μας, μέσα από τα οποία επιχειρούν να μεταφερθούν στην Ευρώπη. Χρειάζεται πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ως προϋπόθεση όλων αυτών, ένα ισχυρό, σύγχρονο και προοδευτικό Σύστημα παροχής Ασύλου, με νέα αντίληψη και νέες δομές στη λειτουργία, όπως αυτό που ήδη λειτουργεί από τους προηγούμενους μήνες.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, βασίζεται πράγματι σε ένα αποτελεσματικό Σύστημα Ασύλου. Όμως και αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει κάτι άλλο. Προϋποθέτει Κέντρα Πρώτης Υποδοχής και Κράτησης των παράνομων μεταναστών, έτσι ώστε να μπορούν να λειτουργούν τα προγράμματα επαναπροώθησης και επαναπατρισμού. Είτε δια της εθελοντικής αποχώρησης, είτε δια της υποχρεωτικής απέλασης.
Αυτά τα προγράμματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε μια κατάσταση όπως αυτή που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα, με τον τεράστιο αριθμό των μεταναστών. Αν δεν πείσουμε τις τοπικές κοινωνίες να αποδεχθούν –γιατί κανείς δεν τα θέλει- τα Κέντρα Πρώτης Υποδοχής και Κράτησης, με σύγχρονες δομές στη λειτουργία τους. Και πάνω απ’ όλα με τη συνεργασία και την επιτήρηση τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου, του Frontex και της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες.
Δεν έχουμε περιθώρια να κινηθούμε σε διαφορετικό δρόμο. Όποια προσπάθεια κι αν κάνουμε, αν ταυτόχρονα δεν έχουμε βάλει μπροστά τη δημιουργία των Κέντρων Πρώτης Υποδοχής και των Κέντρων Κράτησης σε διάφορα σημεία της χώρας και όχι μόνο σε ένα. Αν ταυτόχρονα δεν προχωρήσουμε -και θα το προχωρήσουμε- στη δημιουργία του φράχτη στα χερσαία σύνορα του Έβρου, το μήνυμα θα είναι και πάλι ασαφές.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή σε όλα τα επίπεδα, είτε στον τομέα της οικονομίας, είτε στον τομέα της ασφάλειας, είτε στον τομέα της κοινωνικής οργάνωσης, χρειάζεται καθαρά μηνύματα. Και είναι καθαρά τα μηνύματα όταν προέρχονται μέσα από αποφασισμένες δυνάμεις που δρουν και εκπροσωπούν τους θεσμούς της χώρας μας.
Η Ελληνική Αστυνομία, το Λιμενικό Σώμα- Ελληνική Ακτοφυλακή, το Πυροσβεστικό Σώμα, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες που μπορούν να καλλιεργήσουν αυτή την αντίληψη, αυτή τη λογική, αυτές τις προτεραιότητες σε ολόκληρη τη χώρα. Τόσο στην παράκτια Ελλάδα, όσο και στο χερσαίο έδαφος, στα χερσαία σύνορα. Αλλά πέραν αυτών, πέρα από την αντιμετώπιση της μετανάστευσης παραμένουν και οι βασικοί πυλώνες για να επιβεβαιώνουν καθημερινά στην πράξη ότι το κράτος λειτουργεί ως κράτος δικαίου με βασική υποχρέωση την εγγύηση των δικαιωμάτων των πολιτών και την ασφάλεια στην κοινωνία μας.
Είμαι βέβαιος ότι οι δημοκρατικές αρχές διαπνέουν κάθε Έλληνα πολίτη, από τη στιγμή που παίρνει τη βασική εκπαίδευση στο σχολείο μέχρι την εκπαίδευσή του στα Σώματα Ασφαλείας.
Πιστεύω ότι θα διαπνέουν και στο παρόν και στο μέλλον, όχι μόνο τις σημερινές ηγεσίες, αλλά και τις μελλοντικές γενιές που θα παραδειγματίζονται από τη δική σας δράση και τη δική σας καθοδήγηση.

Ευχαριστώ.