"ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ"
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Υπάρχει μια γενιά, οι σημερινοί 30άρηδες, που τείνει να χαθεί κυριολεκτικά, έχοντας συνθλιβεί όχι μόνον απ' τις ραγδαίες εξελίξεις, αλλά κι από την ταχύτητά τους.
Είναι η γενιά που δεν προλαβαίνει να σκεφτεί, αδυνατεί να σχεδιάσει και, προπάντων, δεν πρόλαβε να αφομοιώσει την εμπειρία τεράστιων προαναγγελθέντων γεγονότων με εξέχουσα βαρύτητα, όπως ο πόλεμος κι εν τέλει η εξάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας.
Είναι η γενιά που έμεινε απλησίαστη από τις πολιτικές πρωτοβουλίες, για λόγους που δεν χωράνε στην παρούσα στήλη, ποτισμένη με ψευδαισθήσεις και παροράματα, πολύ καλά εκπαιδευμένη, αλλά εξειδικευμένα μονοδιάστατα.
Τώρα γεμίζει τα πεζοδρόμια με τη στάμπα του άνεργου συμβασιούχου. Αδυνατεί να ακουμπήσει σε γεννήτορες με σφαγμένα δικαιώματα και συκοφαντημένους ως βολεμένους ή λαμόγια.
Η γενιά των 30+ είναι αμήχανα απογοητευμένη.
Εμεινε ξαφνικά σταματημένη στην επιβίωση, ενώ είχε την ψευδαίσθηση του κατακτητή της ζωής.
Γυμνή από ιδεολογία, με συνήθειες βαρίδια, όπως η σχετικά εύκολη κατανάλωση, ενίοτε με αθροισμένα μεταπτυχιακά, αλλά κανέναν ποιητή ή τραγουδοποιό ικανό να εκφράσει τους νταλκάδες και τα βάσανα της εποχής της, αυτή η χρυσή ηλικιακά για κάθε κοινωνία νεότης «σωφρονίζεται» βίαια από δυνάστες που διδάχτηκε να θεωρεί «φυσικά» αφεντικά, προϊστάμενους, βύσματα, κύκλους, γνωριμίες και σπανίως παρέες, συναδέλφους, συντρόφους.
Εζησε έναν πόλεμο στη γειτονιά της και της είπαν ότι δεν θα της πειράξει το σπίτι.
Είδε πολλήν τηλεόραση κι ώσπου να χωθεί για τα καλά στο πιο ευρύχωρο διαδίκτυο, συνήθισε να ανταλλάσσει μηνύματα για το αίμα που χύνεται, να βαριέται λέξεις όπως ο ιμπεριαλισμός, να προσαρμόζεται σε εθελοντισμούς που πλουτίζουν το βιογραφικό της.
Είναι οι σημερινοί τριαντάρηδες που θεώρησαν εφικτή μονιμότητα εκείνο το άθλιο υβριδικό σλόγκαν του Ανδρέα Παπανδρέου «μη πόλεμος» κι έγινε γυαλιστερά μικροαστική, συνειδητά σχεδόν αυτοευνουχισμένη από τα υψηλά πετάγματα του νου και της συλλογικής συνείδησης.
Προσέλαβε μετανάστες κι ύστερα άρχισε να φοβάται την ...επένδυσή της.
Ξακρίστηκε σε προάστια, ταξίδεψε με κάρτες κι έχασε την πόλη και το σπίτι της.
Τώρα, άοπλη απέναντι στον πόλεμο που μπήκε σπίτι της και στην ψυχή της, δεν έχει χρόνο να κατανοήσει όσα ζει, τον εφιάλτη της τον αντιμετωπίζει με χάπια ή φυγή και όσους συνομήλικους ξέφυγαν απ' το «σιδέρωμα» τους αντιμετωπίζει ως εχθρούς.
Προλεταριοποιούμενη τάχιστα μισεί την εργατική τάξη, ωσάν να είναι όχι συνείδηση αλλά προορισμός της.
Θα κάνει τα πάντα για να μείνει στον αφρό ως ανώτερη τάξη και ...εποχική φυλή.
Είναι ικανή για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Φοβάται ακόμα να στρατευθεί σε κοινούς σκοπούς, συντηρητικοποιείται με δανεικό λεξιλόγιο κι αβίωτη προσπαθεί να ζήσει ένα βίο αβίαστο με διλήμματα που δεν μπορεί να απαντήσει κι ας ξέρει ότι είναι τεχνητά.
Αυτή τη γενιά, της αποχής, της ...διαδικτυακής πρωτοβουλίας που όμως γίνεται γνωστή όταν ασχοληθούν μαζί της οι 50άρηδες και 60άρηδες κατέχοντες αστοί, είναι ζυμάρι χωρίς μαγιά.
Αν δεν στηριχτεί τώρα, που ζορίζεται, αν δεν καταφέρουμε να την πείσουμε να βάλει στο λαϊκό κορβανά των αγώνων τα όσα ξέρει και μπορεί, δε θα μπορέσουμε φοβούμαι να την αντιμετωπίσουμε πολιτικά παρά θρηνώντας σε δέκα χρόνια. Αζυμη ζύμωση δεν υπάρχει.
ΥΓ: Το σλόγκαν σε τοίχο συνοψίζει:
«Μη βάζεις ζάχαρη στα σκατά. Δε θα γίνουν μαρμελάδα».
Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ