
Αξιοκρατία : (η) ουσ. η επικράτηση στην κοινωνία των πραγματικά άξιων ατόμων, το να χρησιμοποιείται ως κριτήριο για την ανάθεση εργασίας ή την κατοχή αξιώματος, η επαγγελματική, επιστημονική κτλ. ικανότητα και επάρκεια των ατόμων.
Θα το πάμε με το λεξικό... Όπως το κάνει η συνάδερφος, Δώρα Βογιατζάκη με τα αποφθέγματα... Μπας και βγάλουμε άκρη με τις λέξεις και τη σημασία τους, κύριε υπουργέ και κύριοι επικοινωνιολόγοι... ξέρετε εσείς...
Γιατί σε λίγο θα ξεχάσουμε και τα ελληνικά μας...
Χάρης Μπόλκας