ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΜΑΣ!
To PEIRATIKO REPORTAZ ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ!
Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, ΤΟ 1910 ΓΕΝΝΉΘΗΚΕ, Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ...
Σαν σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου του 1910, γεννήθηκε ο Νίκος Καββαδίας.
Εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την γέννηση του.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στη Μαντζουρία από γονείς Κεφαλλονίτες. Μετακομίζουν στον Πειραιά, όπου τελειώνει Δημοτικό και Γυμνάσιο.
Μαθητής του Δημοτικού κιόλας, γράφει τα πρώτα του ποιήματα.
Το 1929 δουλεύει ως υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο.
Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους άλλους να ταξιδεύουν και αποφασίζει να ακολουθήσει το όνειρο του, τα καράβια και τη θάλασσα..
Μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό, και για μερικά χρόνια συνεχίζει να φεύγει με τα φορτηγά, γυρίζοντας πάντα πίσω ταλαιπωρημένος και άφραγκος...
Η ανέχεια τον ωθεί να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή..
Παίρνει το δίπλωμα του το 1939, αλλά ξεσπά ο πόλεμος και επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο. Με το τέλος του πολέμου μπαρκάρει σαν ασυρματιστής και ταξιδεύει συνεχώς για 30 χρόνια γυρίζοντας όλο τον κόσμο, έως και το Νοέμβρη του 1974.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Μαραμπού» - το όνομα ενός «καταραμένου» πουλιού των τροπικών χωρών - εκδίδεται με δικά του έξοδα.
Η επιτυχία ήρθε και ο Νίκος Καββαδίας γίνεται γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Στα ποιήματα του διακρίνεται η μοναξιά του ταξιδιού, η νοσταλγική διάθεση και μια βαθιά μελαγχολία.
Πίσω από αυτά βρίσκεται μια γνήσια ποιητική προσωπικότητα.
Περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος συμπαθητικός άνθρωπος, συχνά με ένα μπερέ στο κεφάλι, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ και αγαπητός στους πάντες.
Ο Καββαδίας υπήρξε ένα φευγάτο μυαλό.
Μπόρεσε να συνδυάσει μοναδικά μέτρο, εικόνες και ομοιοκαταληξία. Είναι ίσως από τους λίγους που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή του. Εφόσον μιλάει για όλα όσα έζησε στα καράβια, για τους έρωτες, τα ταξίδια και την αγάπη του για την θάλασσα.
Ο Νίκος Καββαδίας άφησε λίγα έργα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές,
ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά.
Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα.
Μέχρι τον θάνατό του, η υποδοχή που του είχαν κάνει οι ομότεχνοι του ήταν πολύ άδικη.
Οι κριτικές από το 1933 ως το 1975 στην ποίησή του, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν υποτιμητική.
Και όμως αυτή η ταπεινότητά του, σε συνδυασμό με την πετυχημένη μελοποίηση των ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, καθιστώντας τον ως έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του.
Η ζωή του αποτυπωμένη μέχρι και την ύστατη στιγμή στα γραπτά του.
Γεμάτη με έρωτες, πόνο, μοναξιά, απογοητεύσεις, αληθινές φιλίες, όνειρο, ρομαντισμό αλλά και επίγνωση της σκληρής πραγματικότητας.
Πέθανε στην Αθήνα το 1975.
«...Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων...»
-----------------------------------------------------------------------
Ο ΠΟΙΗΤΉΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ....
Νίκος Καββαδίας
"Ένα Μαχαίρι"
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
-όπως αυτό που συνηθούν να παίζουν οι Αραπάδες,
που από ένα γέρο έμπορο τ' αγόρασα στο Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη
όπου έμοιαζε με μιαν παλιά ελαιογραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες
να λέει με βραχνή φωνή τα παρακάτω λόγια:
"Eτούτο το μαχαίρι εδώ, που θέλεις ν' αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν,
πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου,
μ' αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είν' αλαφρύ, για πιάσε το
δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις".
-Πόσο έχει; -Mόνο φράγκα εφτά.
Αφού το θέλεις πάρτο.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που ιδιοτροπία μ' έκανε και το 'καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου.